λεξιλόγιο
1. Κατ’ αρχάς
& κατ’ αρχήν : «κατ’
αρχάς» είναι το σωστό, κι όχι «κατ’ αρχήν», όταν θέλουμε να πούμε «αρχικά, εν
πρώτοις, πρώτα πρώτα», «στα βασικά σημεία» (π.χ. ψηφίστηκε το νομοσχέδιο
κατ’ αρχήν).
Και συμπληρώνουμε για τη χρήση της ίδιας λέξης :
απαρχής = από την αρχή,
εξαρχής =από την αρχή
εξυπαρχής =από τότε που υπάρχει κάτι
επί της αρχής =κατ’ αρχήν ως σύνολο
ευθύς εξ αρχής =από την πρώτη κιόλας στιγμή
2. εγκύπτω
& ενσκήπτω : «Εγκύπτω» σημαίνει «ασχολούμαι με κάτι με ιδιαίτερο
ζήλο» (π.χ. Όταν ήταν φοιτητής ενέκυψε στη μελέτη της βυζαντινής
ιστορίας), ενώ «ενσκήπτω» σημαίνει «εμφανίζομαι αιφνιδιαστικά και πλήττω
–για δυσμενή φαινόμενα» (π.χ. δριμύ ψύχος ενέσκηψε στην πόλη μας).
3. γένεση & γέννηση :
γένεση είναι η δημιουργία, ενώ η γέννηση είναι η πράξη και
το αποτέλεσμα της γέννησης. Έτσι, μπορούμε να πούμε αφενός «η γένεση του
σύμπαντος» και αφετέρου «η ημερομηνία γέννησης ενός ανθρώπου».
4. άμεσα & αμέσως : Τα δύο αυτά επιρρήματα
έχουν διαφορετική σημασία. Το «άμεσα» είναι τροπικό επίρρημα και σημαίνει
«χωρίς να μεσολαβήσει κάποιος ή κάτι», ενώ το «αμέσως» είναι χρονικό
επίρρημα και σημαίνει «τώρα, γρήγορα».
5. απλά & απλώς : Το επίρρημα «απλά» σημαίνει
«με απλό τρόπο, με απλότητα», ενώ το «απλώς» σημαίνει «μόνο». Παραδείγματα
: α) Μιλάει πολύ απλά και έτσι γίνεται κατανοητός από
όλους‧β)
χρειάζεσαι απλώς ένα πιστοποιητικό από την εφορία για να
μπορέσεις να κάνεις την αίτηση για το επίδομα.
6. εξασθενίζω
& εξασθενώ : Το
«εξασθενίζω» σημαίνει «κάνω κάποιον ή κάτι ασθενέστερο, ελαττώνω τη δύναμή
του, αποδυναμώνω κάποιον, ενώ το «εξασθενώ» σημαίνει «χάνω τις δυνάμεις
μου, αποδυναμώνομαι, γίνομαι αδύναμος».
7. κατατρέχω
& κατατρύχω : «κατατρέχω»
σημαίνει «καταδιώκω, προσπαθώ να βλάψω κάποιον», ενώ το «κατατρύχω» έχει
τη σημασία ότι βασανίζω, καταπονώ, ταλαιπωρώ, τυραννώ κάποιον.
8. τέλεια &
τελείως : το επίρρημα
«τέλεια» σημαίνει «έξοχα, θαυμάσια» (περάσαμε τέλεια στη σχολική εκδρομή),
ενώ το «τελείως» σημαίνει «εντελώς» (π.χ. είναι τελείως αδιάφορος για τα
προβλήματα του κόσμου)
9. ανακαλύπτω/ανακάλυψη
& εφευρίσκω/εφεύρεση :
«ανακαλύπτω» σημάνει ότι βρίσκω κάτι που υπήρχε αλλά αγνοούσα την ύπαρξή
του (π.χ. Η ανακάλυψη της Αμερικής). Εφευρίσκω σημαίνει ότι επινοώ κάτι
καινούργιο, βρίσκω κάτι που δεν υπήρχε (π.χ. η εφεύρεση της τηλεόρασης)
10. ιδιαίτερα
& ιδιαιτέρως : τα δύο
αυτά επιρρήματα έχουν διαφορετική σημασία. «Ιδιαίτερα» σημαίνει «κυρίως,
κατ’ εξοχήν» (π.χ. Όλοι οι μαθητές εντυπωσιάστηκαν από τα εκθέματα του μουσείου,
ιδιαίτερα με το άγαλμα του θεού Διονύσου ). Το «ιδιαιτέρως» σημαίνει
«χωρίς την παρουσία άλλων, κατ’ ιδίαν» (π.χ. Ο δάσκαλος μου ζήτησε να
μιλήσουμε ιδιαιτέρως στο γραφείο του για το θέμα που είχε προκύψει στην τάξη)