Translate

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

“Amore a prima vista”

Sono entrambi convinti
che un sentimento improvviso li unì.
È bella una tale certezza
ma l’incertezza è più bella.
Non conoscendosi, credono
che non sia mai successo nulla fra loro.
Ma che ne pensano le strade, le scale, i corridoi
dove da molto tempo potevano incrociarsi?
Vorrei chiedere loro
se non ricordano –
una volta un faccia a faccia
in qualche porta girevole?
uno « scusi » nella ressa?
un « ha sbagliato numero » nella cornetta?
– ma conosco la risposta.
No, non ricordano.
Li stupirebbe molto sapere
che già da parecchio tempo
il caso giocava con loro.
Non ancora pronto del tutto
a mutarsi per loro in destino,
li avvicinava, li allontanava,
tagliava loro la strada
e soffocando una risata
con un salto si scansava.
Vi furono segni, segnali,
che importa se indecifrabili.
Forse tre anni fa
o lo scorso martedì
una fogliolina volò via
da una spalla a un’altra?
Qualcosa fu perduto e qualcosa raccolto.
Chissà, forse già la palla
tra i cespugli dell’infanzia?
Vi furono maniglie e campanelli
su cui anzitempo
un tocco si posava su un tocco.
Valigie accostate nel deposito bagagli.
Una notte, forse, lo stesso sogno,
subito confuso al risveglio.
Ogni inizio infatti
è solo un seguito
e il libro degli eventi
è sempre aperto a metà.

(Wisława Szymborska)

''Masques du néant''

 Toutes les choses, tous les êtres, toutes les créatures,
ne sont rien d'autre que
des masques du Néant.

Dentiers de vieillard dans le verre; plutôt
un saint qui enleva ses fers à la Mort?

Bancs de pierre sur les pentes;
l'ange y pose ses pieds et descend à minuit
portant l'icône des astres.


"Eh bien" me dit la Vie devineresse
''je te dirai tout, mais sache que
j'en aurai pour toute une vie''


Qu'as-tu apporté? Que prends-tu?
A cette fête de la vie
tu prends ce que tu as apporté

pour l'offrir. 

Out of dead land
lilacs mixing memory
dull roots spring rain.

Winter kept warm
covering earth in snow
feeding the life.

Summer surprised
coming with a shower rain
stopped in hapyness.

A priori: Η φράση «a priori» σημαίνει «από πριν». Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την προϋπάρχουσα της εμπειρίας γνώση ως δεδομένο του καθαρού λόγου.

A posteriori: Η φράση «a posteriori» σημαίνει «εκ των υστέρων, αφού πρώτα έχει συντελεστεί κάτι άλλο». Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη γνώση που αποκτάται μέσω της εμπειρίας και στηρίζεται στην αισθητηριακή αντίληψη.

Vice versa: Η φράση «vice versa» έχει προκύψει από το λατινικό «αλλάζω» ή «γυρίζω επιτόπου» και δείχνει την αντιστροφή της σειράς κάποιου πράγματος.


Bona fide: Η φράση «bona fide» στην κυριολεξία της σημαίνει καλή πίστη, ωστόσο ο όρος έχει διαφορετικές χρήσεις σήμερα. Σε νομικό κείμενο, χρησιμοποιείται για να αντιπροσωπεύσει κάτι που παρουσιάζεται χωρίς δόλο ή εξαπάτηση, ή με άλλα λόγια κάτι που δείχνει ειλικρίνεια, εντιμότητα και καλή πίστη. Η πιο συχνή χρήση της φράσης είναι αυτή που δείχνει ότι μιλάμε για κάτι πραγματικά αυθεντικό.

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

Ζεστή κοιλάδα
χειμωνιάτικος ήλιος
λίμνες, ρυάκια.


Voices, spirits
whisper northern lights
green heaven

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2016

http://trojanwarpodcast.com/
listen podcast of Trojan war

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016

Η πείνα στα χρόνια της Κατοχής. 
Ανάμεσα στα πολλά βάσανα που πέρασε ο ελληνικός λαός την περίοδο της Κατοχής, το πιο τρομερό ήταν η μεγάλη πείνα, από την οποία ειδικά τον πρώτο χρόνο (1941-1942) πέθαναν...χιλιάδες άνθρωποι. Οι κατακτητές άρπαξαν από τη χώρα ό,τι τους ήταν χρήσιμο για τον πόλεμο που συνέχιζαν με άλλες χώρες (Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος): τρόφιμα, πρώτες ύλες από τα εργοστάσια, μεταφορικά μέσα και καύσιμα, χρήματα. Έπεσε μεγάλη φτώχεια γιατί έκλεισαν εργοστάσια και μαγαζιά και ο κόσμος έμεινε χωρίς δουλειά. Επίσης τα λεφτά έχασαν την αξία τους γιατί οι κατακτητές τύπωναν δικά τους σε μεγάλες ποσότητες και ανάγκαζαν τους Έλληνες να τα δέχονται για αληθινά. Μετά από λίγο καιρό, για να αποκτήσει κάποιος οτιδήποτε έπρεπε να το ανταλλάξει με κάτι άλλο γιατί κανείς δε δεχόταν χρήματα. 

Πριν από τον πόλεμο η Ελλάδα δεν είχε αυτάρκεια σε τρόφιμα και επομένως, για να διατηρηθεί το επίπεδο διατροφής του λαού, ήταν απαραίτητος ο συμπληρωματικός εφοδιασμός της από το εξωτερικό. Η Ελλάδα του 1940, για 25 χρόνια είχε παλέψει, με σοβαρότατα προβλήματα. Είχε να αντιμετωπίσει τις συνέπειες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, της Μικρασιατικής Καταστροφής, αλλά και να ξεπεράσει τις οικονομικές επιπτώσεις και να αφομοιώσει το ενάμισι περίπου εκατομμύριο προσφύγων που ήρθαν στην Ελλάδα από τη Μικρά Ασία. Οι προπολεμικές ελληνικές κυβερνήσεις λαμβάνουν δραστήρια μέτρα και προχωρούν σε μεταρρυθμίσεις για την αύξηση της γεωργικής παραγωγής. Παρ’ όλα αυτά, και η αυξανόμενη παραγωγή δεν ήταν αρκετή για να θρέψει ολόκληρο τον ελληνικό πληθυσμό και να εξασφαλίζει την αυτάρκεια της χώρας σε τρόφιμα και οι εισαγωγές αγαθών εξακολουθούν να είναι αναγκαίες. Ο ελληνικός αγροτικός πληθυσμός ζει με μεγάλη λιτότητα έχοντας ως κύριο διατροφικό μέσο το ψωμί. Η κατανάλωση κρέατος, γάλακτος και ψαριών καθώς και των προϊόντων πολυτελείας (τσάι, καφές, κακάο κ.ά.) είναι εξαιρετικά χαμηλή. Καθώς πλησιάζει η έκρηξη του πολέμου η κατάσταση επιδεινώνεται. Οι τοπικές επιστρατεύσεις, οι στρατιωτικές προπαρασκευές και η εκτέλεση αμυντικών έργων απορροφούν ολοένα και περισσότερα αποθεματικά ποσά. Ταυτόχρονα ο κίνδυνος της σύρραξης προξένησε δικαιολογημένο πανικό στον λαό με αποτέλεσμα την πρωτοφανή αγοραστική κίνηση σε ολόκληρη τη χώρα που εξαφάνισε κάθε διαθέσιμο απόθεμα αγαθών. Η έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1939 προκάλεσε εξάλλου δυσχέρειες στο εξωτερικό εμπόριο της Ελλάδος αλλά και στην υπερπόντια ελληνική ναυτιλία, που επέφερε αναπόφευκτες συνέπειες στον απαραίτητο εφοδιασμό από το εξωτερικό και κατ’ επέκταση στον εντοπισμό του ελληνικού πληθυσμού. 

Η επιστράτευση στερεί τη γεωργία από τα απαραίτητα εργατικά χέρια, ενω η επίταξη των μεταφορικών μέσων και των υποζυγίων αποδυναμώνει και δυσχεραίνει καταστροφικά την παραγωγή. Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί και η παρατεταμένη ξηρασία που οδηγεί σε μεγάλη 
μείωση της φθινοπωρινής σποράς (μόνο το 1/10 της κανονικής) αλλά και η έλλειψη σπόρων, λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων και καυσίμων εξαιτίας του πολέμου. Το 1941 η σοδειά έχει πέσει στο μισό τόσο εξαιτίας του πολέμου αλλά και εξαιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών. 

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι πρώτες ελλείψεις έχουν αρχίσει να εμφανίζονται πριν ακόμη την έλευση του κατακτητή. Μετά την αρχή της Κατοχής η πείνα κάνει αισθητή την παρουσία της, χωρίς να φτάσει όμως ακόμη στο σημείο που θα βρεθεί αργότερα. Στις αρχές φθινοπώρου του 1941 ήδη τα εισοδήματα, οι μισθοί και οι συντάξεις έχουν σχεδόν εκμηδενισθεί. Τα περισσότερα λαϊκά συσσίτια που ιδρύονται το καλοκαίρι διακόπτουν τη λειτουργία τους γιατί δεν διαθέτουν τα μέσα και δεν βρίσκουν τρόφιμα. 

Πιο πολύ υπέφεραν από την πείνα οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων και ειδικά της Αθήνας καθώς και οι κάτοικοι των νησιών. Αυτό συνέβη γιατί με τον πόλεμο είχαν καταστραφεί σε μεγάλο βαθμό οι δρόμοι και δεν μπορούσαν να έρθουν τρόφιμα (σιτάρι, λάδι, όσπρια, λαχανικά) από την επαρχία όπου τα καλλιεργούσαν. Επίσης, όπως είδαμε, οι κατακτητές είχαν αρπάξει τα περισσότερα αυτοκίνητα και καύσιμα. Άλλος λόγος ήταν ότι οι αγρότες στην επαρχία δεν εμπιστεύονταν τους κατακτητές και την κυβέρνηση από τους Έλληνες «δωσίλογους» που είχαν διορίσει οι πρώτοι, για να τους πουλήσουν τα προϊόντα τους και να πάρουν χρήματα χωρίς αξία. Προτιμούσαν λοιπόν να τα κρατήσουν και να τα καταναλώσουν οι ίδιοι ή να τα ανταλλάζουν με άλλα προϊόντα που είχαν ανάγκη. Έτσι όμως δεν έφταναν τρόφιμα στις πόλεις. 

Επιπλέον η διαίρεση της χώρας σε τρεις ζώνες κατοχής κάνει πολύ πολύπλοκη τη διανομή τροφίμων. Εξάλλου, αν και η βουλγαρική ζώνη περιελάμβανε μόνο το 11% του πληθυσμού και το 15% του εδάφους, διέθετε ωστόσο το 40% της παραγωγής σιταριού, το 60% της παραγωγής σίκαλης και αβγών, το 50% των οσπρίων και το 80% του βουτύρου, προϊόντα που πρωταγωνιστούσαν στην ελληνική διατροφή. Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής η Βουλγαρία δεν αποδέχθηκε να παραχωρήσει κανένα από αυτά τα αγαθά στις υπόλοιπες ζώνες, οι οποίες εξάλλου περιελάμβαναν και τα μεγάλα αστικά κέντρα. Των τελευταίων μάλιστα ο αριθμός είχε αυξηθεί δραματικά μετά την αποχώρηση των στρατιωτών από τις εμπόλεμες ζώνες και τη μεταφορά τους εκεί, όπου περίμεναν ότι το ελληνικό κράτος θα τους μετέφερε στην ιδιαίτερη πατρίδα τους. Η κυβέρνηση από την άλλη δεν κατορθώνει να συγκεντρώσει το σιτάρι και τα άλλα γεωργικά προϊόντα από τη γερμανοϊταλική αγροτική ζώνη αφού οι χωρικοί κρύβουν τη σοδειά τους. Πολλοί, ιδιαίτερα οι εύποροι αγρότες, διατηρούν κρυφές αποθήκες, για να ανεβάζουν τις τιμές, ενώ αρκετές οικογένειες έχουν στη διάθεσή τους προμήθειες μέχρι την επόμενη σοδειά. Συχνά μάλιστα γίνονται εκκλήσεις από διάφορες αντιστασιακές ομάδες που προτρέπουν τους παραγωγούς να μην παραδώσουν στις αρχές τα γεωργικά προϊόντα, ώστε να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να σταλούν αυτά στη Γερμανία. Ουσιαστικά δηλαδή, στην ελληνική υπηρεσία εφοδιασμού φτάνει μόνο το 4% της ήδη μειωμένης σοδειάς σιταριού και μόνο το 2% των υπολοίπων δημητριακών. Η επίθεση του Χίτλερ στη Σοβιετική Ένωση ματαίωσε κάθε πιθανότητα εφοδιασμού με σιτάρι από την περιοχή αυτή. Εξάλλου το αρχηγείο του Ράιχ διεμήνυε ότι, αφού άλλες χώρες όπως το Βέλγιο, η Νορβηγία και η Ολλανδία ήταν περισσότερο σημαντικές από την Ελλάδα, θα έρχονταν πρώτες στις αποστολές τροφίμων και έτσι η χώρα μας δεν είχε να περιμένει και να ελπίζει βοήθεια από τη Γερμανία.

Εκτός των άλλων, ένας καθοριστικός παράγοντας στο ζήτημα της πείνας ήταν ο αποκλεισμός των Συμμάχων. Η Μεγάλη Βρετανία είχε σφυρηλατήσει ένα σιδερένιο κλοιό γύρω από την ηπειρωτική Ευρώπη και κανένα εμπόρευμα δεν επιτρεπόταν να περάσει σε καμιά κατεχόμενη χώρα ούτως ώστε να μην υπάρχει η δυνατότητα εφοδιασμού των κατακτημένων χωρών του Άξονα... Η πολιτική αυτή, που είχε δοκιμασθεί και κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν απόλυτη και έπρεπε να διατηρηθεί με κάθε θυσία αφού θεωρούνταν αναγκαία για το νικηφόρο και σύντομο τέλος του πολέμου. Κάθε χαλάρωση του αποκλεισμού θα ευνοούσε τον εχθρό και έτσι ο πόλεμος θα παρατεινόταν. Μόνο η συμμαχική νίκη θα σήμαινε στην ουσία τροφή για την Ευρώπη.

Πολλοί Έλληνες είδαν τον αποκλεισμό ως πράξη απαξίας από πλευράς των Συμμάχων. Η άρση του, από την άλλη, θα έσωζε χιλιάδες ζωές. Ήδη από τον Μάιο του 1941 οι προβλέψεις για τον ερχόμενο χειμώνα είναι κάτι παραπάνω από ανησυχητικές. Ο Γερμανός πληρεξούσιος Άλτενμπουργκ ενημερώνει στις 7 Μαΐου τον υπουργό Εξωτερικών του Ράιχ και τη γερμανική διοίκηση ότι η πείνα θα εξαπλωνόταν εάν το κενό των τροφίμων δεν έκλεινε.
Στο Βερολίνο γίνονται συζητήσεις μεταξύ των αρμοδίων για το θέμα, αλλά η απάντηση είναι αρνητική, ενώ δίνεται η εντολή στον πληρεξούσιο να ξεχάσει κάθε απαίτηση από τη Γερμανία. Οποιαδήποτε προμήθεια από τη Ρωσία δεν είναι εφικτή, όπως επίσης και ο εφοδιασμός των ιταλικών ζωνών από τη γερμανική καθώς η τελευταία ήταν η πολυπληθέστερη. Τον Οκτώβριο μάλιστα ο Χίτλερ παραχωρεί την ευθύνη για τη διατροφή των Ελλήνων στους Ιταλούς οι οποίοι διά στόματος Μουσολίνι απαντούν ότι ο Χίτλερ «πήρε από τους Έλληνες ακόμη και τα κορδόνια των παπουτσιών τους και περιμένει τώρα από τους Ιταλούς να τους θρέψουν».

Τον Σεπτέμβριο φθάνουν στην Ελλάδα 10.000 τόνοι δημητριακών. Όμως ξεκαθαρίζεται ότι άλλη βοήθεια δεν πρόκειται να αποσταλεί. 
Την πρώτη εβδομάδα του Οκτωβρίου η πείνα, που είχε προβλεφθεί τον Μάιο, γίνεται τώρα πολύ έντονη. Τα αποθέματα δημητριακών έχουν εξαντληθεί. Οι Ιταλοί πιέζουν τους Βουλγάρους, που κατέχουν τις πιο παραγωγικές περιοχές, να στείλουν 100.000 τόνους δημητριακών αλλά αυτοί αρνούνται, ενώ και η πίεση από την πλευρά των Γερμανών αποτυγχάνει. Μετά την άρνηση αυτή, οι Ιταλοί στέλνουν 800 τόνους δημητριακών, ενώ οι Γερμανοί φορτίο 10.000 τόνων. 
Δυστυχώς το πλοίο που εκτελούσε τη μεταφορά βυθίστηκε από τους Άγγλους έξω από τις ελληνικές ακτές και ο Γερμανός πληρεξούσιος ζητά άλλο φορτίο το οποίο δεν φθάνει ποτέ στην Ελλάδα. Οι Γερμανοί προσπάθησαν να λύσουν υπεύθυνα και μόνιμα το πρόβλημα της έλλειψης αγαθών μόλις το καλοκαίρι του 1942.


Ασημάκη Πανσέληνου, "Τότε που ζούσαμε"

"...Χειμώνας του '41 με 42. Τώρα πεινώ και φοβάμαι. Η Αθήνα ρημάζει μέρα με τη μέρα. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι σκουπίδια. Οι άνθρωποι ζαρώνουν και τρέχουν να ζεσταθούν. Πολλοί φορούν τις ρόμπες τους για πανωφόρια. Κάποιοι είναι τυλιγμένοι τσουβάλια κι εφημερίδες. Κόπηκε και το ηλεκτρικό ρεύμα κατόπιν από το ψωμί.

( Αυτό το ψωμί ! Είναι ένας θεός ζωοδότης. Η φυσική τροφή του ανθρώπου. Την αναζήτησε στις μεγάλες του μετακινήσεις επάνω στη γης κι όταν τη βρήκε ημέρεψε. Το πνεύμα του ανθρώπου που τρώει ψωμί, είναι ξεκάθαρο κι εύγευστο. Τώρα οι άνθρωποι πρήζονται και πεθαίνουν).
Έξω από το σταθμό της Ομόνοιας μια γυναίκα έπεσε μπροστά μου σαν κεραυνόπληκτη. Τρέχουν οι άλλοι να τη σηκώσουν, μαζεύεται κόσμος, της δίνουν λεφτά. Τί να τα κάνει; Κάποιος έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρούπι και της έδωσε. Το τρώει σα σκυλί πεινασμένο. Γύρω της κείτονταν χαρτονομίσματα. Διηγήθηκα τη σκηνή στο Δημητρό του Σταύρου και κείνος μου είπε πως είδε το πρωί μες στο δρόμο το πτώμα ενός εργάτη ξυλιασμένο. Τα πρωινά μαζεύουν από τους δρόμους τα πτώματα και τα κουβαλούν στο νεκροτομείο.

Αν προχωρούσες από την Ομόνοια στο Σύνταγμα σε πεντέξι σημεία θα συναντούσες κόσμο γύρω από σωριασμένους στο δρόμο. Μπουλούκια παιδιά ζητιάνευαν στους δρόμους κι αρπούσαν ό,τι βρίσκαν που να μασιέται. Πολλά βλέπουν το ενδιαφέρον που προκαλούν οι πεσμένοι, ξαπλώνουν και κείνα στο πεζοδρόμιο, το ένα πλάι στο άλλο, κι εκεί ξεχνιούνται κι αρχίζουν να παίζουν. Κάποτε ο θάνατος τα μαζεύει ευχαριστημένα. Είδαμε στην πλατεία Κλαυθμώνος ένα τσούρμο παιδάκια μισόγυμνα κι ένας μαντράχαλος 25 χρονών σα χασές άσπρος από την πείνα, ο αρχηγός τους. Τα παιδάκια λεηλατούσαν τους σκουπιδοτενεκέδες από τα γύρω εστιατόρια "των Αθηνών" και του "Αβέρωφ", που τρώγαν οι γερμανοί. Φέρνανε το περιεχόμενο και το άφηναν σε μια κόχη αντίκρυ από το υπουργείο των Ναυτικών.


Πατατόφλουδες, κρεμμυδόφυλλα, ρίζες από μαρούλια και λάχανα, σάπια μήλα, κόκκαλα κι αποφάγια μαγειρεμένα, ψωμοκόμματα, βουτηγμένα στις σάλτσες κι ό,τι άλλο μπορούσε να μασηθεί (ο μάγκας ξεχώριζε ανάμεσα τ' αποτσίγαρα και τα τσέπωνε) τα βάζαν σ' ένα τενεκεδένιο λεβέτι και τα βράζανε σε φωτιά από παλιόχαρτα και σκουπίδια. Ο μάγκας δοκίμαζε το μαγείρεμα κάθε τόσο. Ύστερα μοίραζαν το συσσίτιο και το τρώγαν.".

Σε όλη την κατοχική περίοδο και για το σύνολο των περιοχών της χώρας οι νεκροί από την πείνα ήταν πολύ περισσότεροι από εκείνους που οφείλονταν σε όλες τις άλλες αιτίες θανάτου! Οι περισσότεροι ερευνητές καταλήγουν σε έναν αριθμό γύρω στους 300.000 νεκρούς.
“Νέος και αβοήθητος στο δρόμο, δε θα ζητούσα ένα ψωμί. Θα ζητούσα μισό ψωμί και ένα βιβλίο.” Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα…
O Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα γεννήθηκε στο Φουέντε Βακέρος, το 1898, στην Ανδαλουσία. Ο πατέρας του ήταν αγρότης κι η μητέρα του δασκάλα πιάνου, προσφέροντας τα πρώτα μαθήματα και στον ίδιο τον Λόρκα. Φοίτησε σε σχολείο Ιησουϊτών στη Γρανάδα και μετά από πιέσεις του πατέρα του, γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γρανάδα, την οποίαν όμως εγκατέλειψε σύντομα, για να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία, τη μουσική και τη ζωγραφική. Το 1919, εγκαταστάθηκε στη Φοιτητική Κατοικία του Πανεπιστημίου της Μαδρίτης, που τότε λειτουργούσε ως ανοιχτό πανεπιστήμιο, πολιτιστικό κέντρο, της ισπανικής πρωτεύουσας. Εκεί συνάντησε τον Σαλβαδόρ Νταλί, τον σκηνοθέτη Λουίς Μπουνιουέλ, τον ποιητή Ραφαέλ Αλμπέρτι και τον Χιμένεθ. Την ίδια περίοδο συνέθεσε τα πρώτα του ποιήματα που κυκλοφόρησαν το 1921, με τίτλο Βιβλίο Ποιημάτων. Λίγο νωρίτερα, το 1918, είχε δημοσιεύσει το έργο Εντυπώσεις & Τοπία περιδιαβαίνοντας την Καστίλη. Το 1922, συνεργάστηκε με τον συνθέτη Μανουέλ ντε Φάγια στο Φεστιβάλ Λαϊκής Μουσικής, στη Γρανάδα. Στις παραδόσεις της λαϊκής και τσιγγάνικης μουσικής, πίστευε πως βρίσκει τη βάση των ποιητικών και πνευματικών του ενοράσεων. Δημιούργημα του, εκείνη την εποχή, ήταν το Ποίημα Του Κάντε Χόντο, λαϊκό τραγούδι της Ανδαλουσίας, που τραγουδιέται από τσιγγάνους με συνοδεία κιθάρας και λίγο αργότερα, το 1924, ξεκίνησε να γράφει το Ρομανθέρο Χιτάνο, έργο που ολοκλήρωσε τελικά το 1927, σύνθεση 18 ποιημάτων με σταθερή στιχουργική μορφή, έκφραση μιας από τις αρχαιότερες μορφές ισπανικής ποίησης. Την ίδια περίοδο συνέθεσε και την Ωδή Στον Σαλβαντόρ Νταλί ενώ παράλληλα έγραψε το θεατρικό έργο Μαριάνα Πινέδα, που πρωτοπαρουσιάστηκε στη Βαρκελώνη, την ίδια χρονιά, σε σκηνογραφία Νταλί, σημειώνοντας επιτυχία.
«Εγώ πάντα θα είμαι στο πλευρό αυτών που δεν έχουν τίποτα και στους οποίους δεν επιτρέπεται καν να απολαύσουν ειρηνικά το τίποτα που έχουν».
Τα έτη 1929-1930, αναζήτησε νέες πηγές έμπνευσης και ταξίδεψε στις ΗΠΑ και στην Κούβα. Οι εμπειρίες του στις Ηνωμένες Πολιτείες αξιοποιήθηκαν στο ποίημα Ένας Ποιητής Στη Νέα Υόρκη.Επέστρεψε στην Ισπανία το 1931 και συνέθεσε το Ντιβάνι Της Ταμαρίτ, ενώ παράλληλα δούλεψε και πάνω σε έργα για το κουκλοθέατρο. Εκεί έδειξε ξεκάθαρα πως επέλεγε ως κύρια ενασχόλησή του, τη συγγραφή θεατρικών και τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του ολοκλήρωσε τις κορυφαίες του δημιουργίες: Το Σπίτι Της Μπερνάρντα Άλμπα, Ματωμένος Γάμος, Γέρμα, Θρήνος Για Τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας, τραγωδίες με θέμα τη κοινωνική καταπίεση κι έκδηλο το ανθρώπινο στοιχείο.
Με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, οργάνωσε μία θεατρική ομάδα υπό την ονομασία La Barroca, η οποία με τη βοήθεια του Υπουργείου Παιδείας, έδωσε παραστάσεις κλασσικών έργων σε χώρους εργατών κι αγροτικές περιοχές. Το 1936 υποδέχθηκε τον Αλμπέρτι, καθώς επέστρεψε από τη Μόσχα. Συνέταξε μια διακήρυξη συγγραφέων κατά του φασισμού κι ξεκίνησε να γράφει μια σειρά θεατρικών σκηνών με μορφή επιθεώρησης, ωστόσο τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, ξέσπασε ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος.
Παρόλα αυτά, ένα είναι σίγουρο. Ο τραγικός και πρόωρος θάνατος του μεγάλου αυτού συγγραφέα και ποιητή, αλλά και το σπουδαίο έργο που άφησε πίσω του, έκαναν το έργο του πολύ γρήγορα γνωστό. Τα ποιήματά του έγιναν σύμβολο αντίστασης στο φασισμό σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το έργο του έγινε ιδιαίτερα γνωστό και στην Ελλάδα. Μεταφράστηκε από πολλούς και άξιους συγγραφείς (Γκάτσο, Ελύτη) και μελοποιήθηκε από τους σημαντικότερους συνθέτες (Χατζηδάκη, Θεοδωράκη, Ξαρχάκο). Η ποίηση του Λόρκα δεν έπαψε ποτέ να συγκινεί και να διαβάζεται γιατί είναι μια ποίηση αληθινή. Το έργο του κυκλοφόρησε ελεύθερα στην πατρίδα του το 1975, αφού πέθανε ο Φράνκο. Όπως και να’ χει όμως, ο θάνατός του έριξε μια σκιά στα σύγχρονα ισπανικά γράμματα.
Το μεγάλο μυστήριο όμως είναι μέχρι και σήμερα το σημείο ταφής του. Οι προσπάθειες να αποκαλυφθεί ο τάφος του Λόρκα παραμένουν άκαρπες. Η ίδια η οικογένεια του ποιητή εμποδίζει τις ανασκαφές για να μην «ξυθούν» παλιές πληγές. Δεν είναι λίγοι όμως αυτοί που ισχυρίζονται ότι εκείνοι που παρέδωσαν τον ποιητή στους φαλαγγίτες προέρχονταν από τη συντηρητική οικογένεια του πατέρα του. Η μοναδική ανασκαφή για τα λείψανα του Λόρκα έγινε το 2009 και ήταν αποτυχημένη. Μέλη της ομάδας αναγκάστηκαν να υπογράψουν συμβόλαιο εχεμύθειας που τους επέβαλαν τα ανίψια του Λόρκα ώστε να μη μάθει κανείς πού έσκαβαν. Από τότε δεν έγινε καμία άλλη προσπάθεια για τον εντοπισμό του τάφου και η τοπική κυβέρνηση δέχθηκε σφοδρές επικρίσεις επειδή χρηματοδότησε την ανασκαφή. «Δεν θέλαμε ο φόνος του να θεωρηθεί ένα έγκλημα πάθους, αλλά να παραμείνει πολιτικό έγκλημα. Ήταν δύσκολο για τον πατέρα μου να αποδεχθεί τη σεξουαλική ταυτότητα του θείου μου», δήλωσε πρόσφατα η Λάουρα Γκαρθία Λόρκα, κόρη του αδερφού του ποιητή.
Το παράπονο του ίδιου του Λόρκα;
«Έπειτα κατάλαβα ότι είχα δολοφονηθεί. Με έψαξαν σε καφετέριες, νεκροταφεία και εκκλησίες…αλλά δε με βρήκαν. Δε με βρήκαν ποτέ; Όχι. Ποτέ δε με βρήκαν.» (από τον Ποιητή στη Νέα Υόρκη).
Μια μεγαλοφυΐα που μέχρι και σήμερα παραμένουν ανεξερεύνητα τα πραγματικά αίτια του θανάτου του. Στις 19 Αυγούστου του 1936 εκτελέστηκε από τους εθνικιστές του Φράνκο ο σπουδαίος Ισπανός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. 'Επεσε νεκρός από τα πυρά των στρατιωτών του Φράνκο. Δύο ημέρες πριν οι φαλαγγίτες τον συνέλαβαν στη Γρανάδα. Το πρωί της 19ης τον πυροβόλησαν στο Βιθνάρ. Έτσι έκλεισε ο σύντομος κύκλος της ζωής ενός εκ των μεγαλύτερων ποιητών του αιώνα μας. Ήταν 38 ετών και η χώρα του βίωνε τις πρώτες μέρες του Εμφυλίου Πολέμου, που κράτησε ως το 1939. Έργα του, όπως το Σπίτι της Μπερνάντα ΆλμπαΓέρμα καιΜατωμένος Γάμος έχουν κερδίσει την παγκόσμια αναγνώριση κι έχουν ανέβει επανειλημμένα και στη χώρα μας. Το μείζον ποιητικό του έργο Ρομανθέρο Χιτάνο (Ρομανσέρο Γκιτάνο, όπως είναι γνωστό στα ελληνικά) έχει μεταφρασθεί (εν μέρει) από τον Οδυσσέα Ελύτη και έχει μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη.
Ο τάφος του Λόρκα δεν βρέθηκε ποτέ και αποτελεί ένα μυστήριο μέχρι σήμερα. Πολλοί ερευνητές υποθέτουν ότι πρέπει να είναι θαμμένος στον τόπο της εκτέλεσής του στα περίχωρα της Γρανάδας. Οι μέχρι τώρα ανασκαφές δεν έχουν αποδώσει. Στα τέλη του 2008 ο γνωστός Ισπανός δικαστής Μπαλτάθαρ Γκαρθόν άνοιξε το φάκελο Λόρκα και προχώρησε στις αναγκαίες ανακριτικές πράξεις για τη διαλεύκανση της δολοφονίας του.
Άλλωστε έχουν αναπτυχθεί κατά καιρούς διάφορες θεωρίες για τα κίνητρα που όπλισαν το χέρι των εκτελεστών του. Η κρατούσα άποψη υποστηρίζει ότι ο Λόρκα δολοφονήθηκε από φαλαγγίτες του Φράνκο, που δεν του συγχώρησαν τη συμπόρευσή του με το κυβερνόν Λαϊκό Μέτωπο (σοσιαλιστές, κομμουνιστές, αναρχικοί).
Στον αντίποδα, έχει διατυπωθεί η θεωρία ότι τα κίνητρα της εκτέλεσής του μπορεί να μην ήταν αμιγώς πολιτικά. Η δεδηλωμένη ομοφυλοφιλία του είχε ενοχλήσει πολλούς στη συντηρητική Ανδαλουσία και περισσότερο κάποιους συγγενείς του, που επιζητούσαν ένα τρόπο να ξεπλύνουν το οικογενειακό όνειδος. Όσοι ακολουθούν αυτή τη θεωρία στηρίζουν την άποψή τους και στο γεγονός ότι ο Λόρκα δεν είχε κομματικές συμπάθειες και διατηρούσε φιλίες με πρόσωπα και από τις δύο παρατάξεις, όπως με τον αρχηγό των φαλαγγιτών Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα, με τον οποίο συνήθιζε να γευματίζει κάθε Παρασκευή.
Φέτος συμπληρώνονται εβδομήντα χρόνια απουσίας του Λόρκα και δέκα του Ελύτη, κι αυτή η διπλή επέτειος μνήμης μάς δίνει το έναυσμα να ξαναδούμε τους δύο ποιητές μέσα από ένα αντικαθρέφτισμα, στο πλαίσιο της πλατιάς απήχησης του Ισπανού συγγραφέα στη χώρα μας. Ο Λόρκα μπαίνει στη ζωή του Ελύτη πριν από την Κατοχή – ήδη το 1938, στο άρθρο-απάντηση προς τον Γιώργο Θεοτοκά γύρω από τον υπερρεαλισμό, ο Ελύτης αναφέρει τον Λόρκα ως έναν από τους ποιητές της «νέας πραγματικότητας». Σε μια συνέντευξή του στα 1942 δηλώνει: «Ο ποιητής που αυτή τη στιγμή μ’ ενδιαφέρει περισσότερο, είναι ο Ισπανός Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, που τον θεωρώ σαν τον σημαντικότερο λυρικό της σύγχρονης Ευρώπης».
Η αναγνώριση αυτή του Λόρκα από τον Ελύτη έρχεται σε μια εποχή όπου η ανάγκη για ανανέωση της ποίησης στην Ελλάδα είναι επιτακτική. Η συζήτηση για τον υπερρεαλισμό, που έχει αρχίσει στα χρόνια του Μεσοπολέμου, συνεχίζεται παράλληλα με το αίτημα για ελληνικότητα και στροφή προς την παράδοση. Ο Ελύτης, που λαμβάνει ενεργό μέρος στις αναζητήσεις αυτές, ανακαλύπτει στον Λόρκα ένα ελκυστικό μείγμα παράδοσης και πρωτοπορίας. Έτσι, χρησιμοποιεί κατά μια έννοια τον Λόρκα, έναν συγγραφέα που είχε ήδη αποκτήσει διεθνή φήμη, για να εισαγάγει ομαλότερα και να νομιμοποιήσει έναν «μεσογειακό υπερρεαλισμό» στην Ελλάδα.
Ο Λόρκα θα συντροφεύει για πάντα τον ποιητή του Αιγαίου, ο οποίος με τη σειρά του θα βρίσκει συνεχώς νέους τρόπους να πλησιάζει και να συνομιλεί με τον ποιητή της Ανδαλουσίας. Ο Ελύτης μιλάει για τον Λόρκα και με τον Λόρκα στα πεζά, τις συνεντεύξεις και τα άρθρα του, και βεβαίως στο ίδιο το ποιητικό έργο του, όπου μπορεί κανείς να βρει δημιουργικά αφομοιωμένα στοιχεία από το έργο του ομοτέχνου του. Αναμφίβολα, μαγεύεται. Μέσα από τους στίχους του Λόρκα, ο Ελύτης ανακαλύπτει ήχους και συνδυασμούς πρωτάκουστους, και συνωμοτεί με τον Νίκο Γκάτσο στην απαγγελία στίχων στα ισπανικά, όπως εκείνων των διάσημων στίχων από τη «Romance de la Guardia Civil Española (Ρομάντσα της Ισπανικής Χωροφυλακής)»:
Cuando llega la noche,           Όταν έφτανε η νύχτα
noche que noche nochera,     νύχτα, νυχτιάτικη νύχτα,
los gitanos en sus fraguas      Οι τσιγγάνοι στο εργαστήρι
forjaban soles y flechas.         χάλκευαν ήλιους και βέλη.
[…]
El viento vuelve desnudo         Ο άνεμος στρίβει γυμνός
la esquina de la sorpresa,       τη γωνία της έκπληξης,
en la noche platinoche,           Μες στην ασημένια νύχτα
noche que noche nochera.     νύχτα, νυχτιάτικη νύχτα. [1]
Και από τη «Romance Sonámbulo (Παραλογή του Μισοΰπνου)»:
Verde que te quiero verde        Πράσινο που μ‘ αρέσεις πράσινο,
Verde viento. Verdes ramas.    Πράσινος άνεμος, πράσινα κλαδιά. [2]
Πέρα όμως από τη μαγεία των λέξεων και των συνδυασμών τους, ο Ελύτης αναγνωρίζει και στοιχεία του ποιητικού πιστεύω του στα έργα του Λόρκα. Γράφει ένα ενθουσιώδες άρθρο, το πρώτο που παρουσιάζει εκτενώς τον Λόρκα στους Έλληνες αναγνώστες, το οποίο δημοσιεύεται στο περιοδικό Τετράδιο (αρ. 1, 1945). Σ’ αυτό το άρθρο τονίζονται συγκεκριμένα στοιχεία από το έργο του Λόρκα που ταιριάζουν επίσης στη δική του ποιητική ιδιοσυγκρασία: έρωτας, μυστήριο, σελήνη, όνειρο, παράδοση, λαϊκότητα, φύση, Μεσόγειος.
Τρία χρόνια αργότερα, ο Ελύτης μεταφράζει Λόρκα. Οι μεταφράσεις του παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διάδοση και την πρόσληψη του ποιητικού έργου του Λόρκα στην Ελλάδα. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε πως ο Ελύτης είναι ο μεταφραστής που κάνει ευρύτερα γνωστό τον ποιητή Λόρκα, ενώ ακριβώς την ίδια εποχή ο Γκάτσος συστήνει στους Έλληνες τον δραματουργό Λόρκα. Βεβαίως, έχουν ήδη προηγηθεί σημαντικές μεταφράσεις μεμονωμένων ποιημάτων του Λόρκα σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, όπως εκείνες των Νίκου Καζαντζάκη, Μήτσου Παπανικολάου, Νίκου Γκάτσου, Κλείτου Κύρου και Τάκη Βαρβιτσιώτη. Ο Ελύτης όμως, δημοσιεύοντας τις μεταφράσεις του στη Νέα Εστία, ένα καθιερωμένο και «μετριοπαθές» λογοτεχνικό περιοδικό μεγάλης κυκλοφορίας, εισαγάγει τον Λόρκα από την κύρια είσοδο και πετυχαίνει να διαδώσει την ποίησή του σ’ ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Σε αντίθεση με τους προηγούμενους μεταφραστές, δεν δημοσιεύει ένα μεμονωμένο ποίημα ή έστω κάποια ποιήματα προερχόμενα από διαφορετικές συλλογές αλλά, συγκεκριμένα, επτά ποιήματα από το RomanceroGitano. Ως εκ τούτου παρουσιάζει μια ενιαία εικόνα του Λόρκα και, σε μεγάλο βαθμό, τον καθιερώνει ως ποιητή συνδεδεμένο με την παράδοση και τη λαϊκότητα.
Στις μεταφράσεις του ο Ελύτης χρησιμοποιεί συχνά τον οκτασύλλαβο, παραμένοντας πιστός στο μέτρο των ισπανικών romances, αλλά και σ’ εκείνο πολλών ελληνικών δημοτικών τραγουδιών. Χρησιμοποιώντας λεξιλόγιο όσο και τεχνικές από την ελληνική δημοτική παράδοση, επίσης αντλώντας από τον Σολωμό, τον Σικελιανό και τον Καζαντζάκη, ελληνοποιεί τον Λόρκα αφαιρώντας ταυτόχρονα τα στοιχεία εκείνα που θεωρεί πως θα ξενίσουν τους Ελληνες αναγνώστες, όπως κάποια ισπανικά τοπωνύμια ή αναφορές σε Καθολικά έθιμα και πρακτικές.
Τις συγκεκριμένες μεταφράσεις τις επανεκδίδει στη συλλογή Δεύτερη Γραφή, ενώ τις ξαναδουλεύει για τα Ρω του Έρωτα, ως στίχους τραγουδιών που έμελλε να μελοποιηθούν από τον Μίκη Θεοδωράκη και να ηχογραφηθούν για πρώτη φορά στο εξωτερικό, στη διάρκεια της Δικτατορίας. Με τις γνωστές σε όλους μας μελοποιήσεις, η ποίηση του Λόρκα θα απλωθεί σε ακόμη πλατύτερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.
Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι ο Ελύτης επιλέγει να μεταφράσει ποιήματα που ήταν συμβατά με τη δική του ιδιοσυγκρασία και θεματική. Γι’ αυτό και δεν μεταφράζει ποιήματα από το Romanceroπου αναφέρονται σε Βιβλικά θέματα ή εμπεριέχουν βίαιες εικόνες, όπως οι τρεις ιστορικές μπαλάντες «Thamar y Amnón», «Burla de don Pedro a caballo», «El martirio de Santa Olalla». Όπως επίσης, σταΡω του Έρωτα αφήνει έξω τη βία, τον θάνατο, τις σκοτεινές εικόνες αλλά και κάποια από τα ισπανικά ονόματα.
Τόσο ο Λόρκα όσο και ο Ελύτης αποδοκιμάζουν τον συντηρητισμό και την καταπίεση των αισθήσεων. Για τον Λόρκα, ο έρωτας είναι συνήθως ανικανοποίητος, βασανιστικός και καταστρεπτικός: Εl amor que no pudo ser. Ενώ για τον Ελύτη, ο έρωτας είναι συνήθως μια απελευθερωτική και λυτρωτική δύναμη. Ο ποιητής υμνεί πάνω απ’ όλα τις χαρές του έρωτα κι όχι τη στέρησή του. Έτσι, τις περισσότερες φορές, ο Ελύτης παραλείπει τους μαύρους ήχους (los sonidos negros), την αγωνία και τον αγώνα του Λόρκα για τον έρωτα και τον θάνατο, με καταβολές στην ισπανική του ψυχοσύνθεση αλλά και στην ομοφυλοφιλία του.
Αμφότεροι πάντως δίνουν έμφαση στην προφορικότητα και την εικόνα, την οπτικότητα, καθώς όλα αυτά σχετίζεται ασφαλώς με την ενασχόλησή τους και την αγάπη τους για τη ζωγραφική, τον κινηματογράφο, τη μουσική, το θέατρο. Η φύση κατακλύζει τα ποιήματά τους -το Αιγαίο και η Ανδαλουσία γίνονται ο καμβάς πάνω στον οποίο οι δύο ποιητές θα ξεδιπλώσουν το έργο τους. Ο Ελύτης υμνεί τον ζωοδότη κι εξαγνιστή ήλιο, ο Λόρκα τη μυστηριώδη σελήνη (που πολύ συχνά μετατρέπεται σε σύμβολο θανάτου). Ο Ελύτης αντιστέκεται στην εμμονή του Λόρκα γύρω από τον θάνατο υμνώντας τη ζωή και την ανάσταση.
Παρά τις επιμέρους διαφορές, «ο μελαψός Ανταλουσιάνος» έχει πολλά κοινά στοιχεία με τη μεσογειακή ιδιοσυγκρασία του Ελύτη. «Πηγαίο και τραγουδιστικό» τον χαρακτηρίζει, ενώ την ποίησή του την αποκαλεί «αστραφτοβόλα», «γεμάτη θέρμη και ζωντάνια». Τα νιάτα και η φρεσκάδα θέλγουν τον ποιητή του Αιγαίου που μεταμοσχεύει στο έργο του σύμβολα, εικόνες, πρόσωπα-ήρωες, λέξεις και ποιητικούς τρόπους από το έργο του Ισπανού ομότεχνού του. Αν και συστηματικότερη και εντονότερη μπορεί να θεωρηθεί η παρουσία του Λόρκα στα ποιήματα Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας και Το Άξιον εστί, δεν παύει να είναι ο Γραναδίνος συγγραφέας ένα διαρκές σημείο αναφοράς στην ελυτική ποίηση.
Κλείνοντας τη σύντομη αυτή αναφορά, εύκολα διαπιστώνει κανείς την επίδραση που αναμφίβολα άσκησε ο Λόρκα σε πολλούς νεοέλληνες ποιητές˙ όμως με τον Ελύτη, η σχέση αυτή παίρνει τη μορφή μιας αληθινής ποιητικής συνομιλίας. Τόσο ο Λόρκα όσο και ο Ελύτης είναι εθνικοί ποιητές μα ταυτόχρονα και παγκόσμιοι˙ ύμνησαν τη χώρα τους αλλά μίλησαν και στην οικουμενική γλώσσα της ποίησης. Αυτή η ποιητική συνομιλία επιτρέπει, τελικά, να ξαναδιαβάσουμε πιο πλούσια το έργο του Ελύτη και του Λόρκα, την ελληνική, την ισπανική και την παγκόσμια ποίηση. Την ποίηση που ο καθένας ερμήνευσε και υπηρέτησε με τον δικό του διαφορετικό, αλλά ταυτόχρονα κι ανάλογα όμοιο τρόπο. «Μην με ρωτάτε», είπε ο Λόρκα σε μια ομιλία του, μπαίνοντας κατευθείαν στο θέμα της “μηχανικής της ποίησης”, «για το αληθινό και το ψεύτικο, γιατί η ποιητική αλήθεια είναι κάτι που αλλάζει κάθε φορά που μεταδίδεται με διαφορετικό τρόπο. Αυτό που είναι φως για έναν ποιητή, μπορεί να είναι ασχήμια για κάποιον άλλον, και εξάλλου, όλοι γνωρίζουμε πως την ποίηση δεν την καταλαβαίνουμε˙ την ποίηση τη δεχόμαστε. Η ποίηση δεν αναλύεται. Η ποίηση αγαπιέται. Ας μην πει κανείς “αυτό είναι σαφές”, γιατί η ποίηση είναι σκοτεινή. Ας μην πει κανείς “αυτό είναι σκοτεινό”, γιατί η ποίηση είναι διαυγής. Είναι ανάγκη να ξεχάσουμε την ποίηση, σε μια λήθη απόλυτη, για να μπορέσει αυτή να πέσει γυμνή στα χέρια μας».








In Flanders fields
In Flanders fields the poppies blow
Between the crosses, row on row,
That mark our place; and in the sky
The larks, still bravely singing, fly
Scarce heard amid the guns below.
We are the Dead. Short days ago
We lived, felt dawn, saw sunset glow,
Loved and were loved, and now we lie
In Flanders fields.
Take up our quarrel with the foe:
To you from failing hands we throw
The torch; be yours to hold it high.
If ye break faith with us who die
We shall not sleep, though poppies grow
In Flanders fields.
As the first shots of World War I were fired in the summer of 1914, Canada, as a member of the British Empire, became involved in the fight as well. [John] McCrae was appointed brigade-surgeon to the First Brigade of the Canadian Field Artillery.  In April 1915, McCrae was stationed in the trenches near Ypres, Belgium, in an area known as Flanders, during the bloody Second Battle of Ypres.  In the midst of the tragic warfare, McCrae’s friend, twenty-two-year-old Lieutenant Alexis Helmer, was killed by artillery fire and buried in a makeshift grave. The following day, McCrae, after seeing the field of makeshift graves blooming with wild poppies, wrote his famous poem “In Flanders Field,” which would be the second to last poem he would ever write. It was published in England’s Punch magazine in December 1915 and was later included in the posthumous collection In Flanders Fields and Other Poems.

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016








To  σπίτι της ζωγράφου Φρiντα Kάλο

Γεννήθηκε από γερμανοεβραίο πατέρα και ισπανομεξικάνα μητέρα στο (Κογιοακάν) στην Πόλη του Μεξικού. Ο πατέρας της ήταν μορφωμένος, άθεος και είχε έρθει σε νεαρή ηλικία στο Μεξικό όπου είχε γίνει φωτογράφος. Στην ηλικία των έξι αρρώστησε από πολιομυελίτιδα, με αποτέλεσμα το ένα της πόδι να είναι μικρότερο από το άλλο και ημιπαράλυτο. Παρακολούθησε την Escola Preparatoria μία από τα 35 κορίτσια ανάμεσα σε 2000 άτομα όπου και είδε για πρώτη φορά τον μετέπειτα σύζυγό της, τοιχογράφο Ντιέγκο Ριβέρα, ο οποίος ζωγράφιζε τους τοίχους της σχολής. To 1925, στα 18 ένα τραμ συγκρούστηκε με το λεωφορείο στο οποίο επέβαινε. Υποβλήθηκε σε μεγάλο αριθμό εγχειρήσεων και έκτοτε η ζωή της σημαδεύτηκε από πόνο και θλίψη. Το 1926, ενώ ανάρρωνε από το ατύχημα η Φρίντα Κάλο ξεκίνησε μαθήματα ζωγραφικής. Η οικογένειά της δε μπορούσε να υποστηρίξει την καλλιτεχνική της δραστηριότητα οικονομικά, για αυτό και την προέτρεψαν να εικονογραφεί βιβλία ιατρικής. Το 1929 έδειξε τη δουλειά της στον Ντιέγκο Ριβέρα, τον οποίο είχε γνωρίσει στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Μεξικού που σύχναζε. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκανΟι πίνακές της είναι αντιδιαμετρικοί από τους πίνακες του Ριβέρα. Eνώ ο Ριβέρα αντλούσε τα θέματά του από το Μεξικό της προκολομβιανής εποχής, η Φρίντα παρέμεινε πιστή στην τάση της mexicanidad, τη μεξικανική κουλτούρα που ανθούσε εκείνη την περίοδο. Συχνά οι πίνακές της επηρεάζονται τα δημοφιλή λαϊκά χριστιανικά τάματα (retablos) και αποτελούν ευχαριστία στην Παρθένο Μαρία για την πραγματοποίηση μιας ευχής. Ο Ριβέρα ήταν ήδη αναγνωρισμένος ζωγράφος και οι τοιχογραφίες του είχαν μεγάλη ζήτηση στις Η.Π.Α.. Το ζευγάρι μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο και αργότερα στο Ντητρόιτ
Κατά τη διάρκεια της ζωής της η Φρίντα Κάλο ήταν κυρίως γνωστή ως γυναίκα του Ριβέρα και όχι ως ξεχωριστή καλλιτέχνης. Το 1938 ο Αντρέ Μπρετόν γνώρισε την Κάλο και τον Ριβέρα κατά το ταξίδι του στο Μεξικό. Εκείνος εντυπωσιάστηκε από τη δουλειά της, την κάλεσε να πάρει μέρος στην έκθεση μαζί με άλλους σουρρεαλιστές ζωγράφους και οργάνωσε μια έκθεση της προσωπικής της δουλειάς στο Παρίσι. Εκείνη ωστόσο τόνισε πως οι πίνακές της δεν ήταν όνειρα, αλλά η δική της πραγματικότητα. Στη διάρκεια της ζωής της πραγματοποίησε τρεις μόνο εκθέσεις: στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη και στο Μεξικό. Το 1939 χώρισε προσωρινά από τον Ριβέρα και αποσύρθηκε στο Μεξικό, στο "Γαλάζιο Σπίτι". Εκεί ζωγράφισε τον πίνακα "Οι δύο Φρίδες", στον οποίο απεικονίζει το δίλημμά της για το διαζύγιο. Σύντομα μετά το διαζύγιο, το 1940 χώρισε με τον Μάρεϊ και ξαναπαντρεύτηκε με τον Ριβέρα.


Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016


Πωλητής καλαμποκιών



Αίσθηση ήχων,
τα χρώματα πάλλονται,
μουσικότητα