Translate

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

Βεντάγιες
Ο δυσάρεστος συνδυασμός υγρασίας και ζέστης που χαρακτηρίζει το ιαπωνικό καλοκαίρι αντιμετωπίστηκε από παλιά με διάφορα μέσα. Ένα από αυτά ήταν οι βεντάλιες, τις οποίες οι Ιάπωνες εισήγαγαν από τους Κινέζους. Αυτές οι βεντάλιες, αποτελούμενες από μια μικρή οθόνη φτιαγμένη με διάφορους τρόπους, πχ. πλέκοντας λεπτές λωρίδες μπαμπού ή τεντώνοντας ένα ύφασμα ή ένα χαρτί πάνω σε ένα οβάλ κ.λπ. πλαίσιο από μπαμπού, έχουν τους απογόνους τους στις σημερινές, ανάλογες ιαπωνικές βεντάλιες, που ονομάζονται «σένσου». Αυτές συχνά είναι φτιαγμένες από ένα κλαδί μπαμπού, του οποίου το μεγαλύτερο μέρος έχει κοπεί σε λεπτές λωρίδες, που μετά απλώνονται σε ακτίνες και σταθεροποιούνται με κάποιο βάρος, συνήθως μεγάλες, επίπεδες πέτρες. Πάνω σ’ αυτό το τμήμα κολλάνε μετά κι απ’ τις δυό πλευρές ένα χαρτί, έτσι που οι λωρίδες να εμφανίζονται στην επιφάνεια σαν ραχοκοκκαλιά της βεντάλιας. Το άκοπο τμήμα του κλαδιού μένει ως η λαβή της σένσου.
Ωστόσο τη δόξα της ιαπωνικής βεντάλιας αποτελεί το άλλο είδος, η σπαστή, η λεγόμενη «όγκι», η οποία μάλιστα αποτελεί ιαπωνική εφεύρεση. Λέγεται ότι η έμπνευση για την κατασκευή της (μετά 6ου και 9ου αι.) προήλθε από την παρατήρηση των φτερών της νυχτερίδας. Σύμφωνα με το Song Sui(Ιστορία της δυναστείας Σονγκ), ένας Ιάπωνας μοναχός, ο Τσόνεν, πρόσφερε στον Κινέζο αυτοκράτορα ως δώρο τέτοιες βεντάλιες το 988. Από κει και πέρα η σπαστή βεντάλια, φτιαγμένη συνήθως με στελέχη από ιαπωνικό κυπαρίσσι ή,  συνηθέστερα, από μπαμπού και χαρτί, γνώρισε μεγάλη δημοτικότητα στην Κίνα, στην Κορέα, αλλά και στην Ευρώπη, όπου τη μετέφεραν τον 16ο αι. οι Πορτογάλοι.
Σήμερα στην Ιαπωνία συνεχίζεται η κατασκευή της σπαστής βεντάλιας, σε αναρίθμητες ποικιλίες, προερχόμενες συχνά από την ιδιαίτερη παράδοση που άκμασε σε κάποια πόλη (όπως το Κυότο) ή γεωγραφικό διαμέρισμα. Τα πάμπολλα εργαστήρια που τις κατασκευάζουν είναι σπαρμένα σ’ όλη τη χώρα.   Η δουλειά μοιράζεται ανάμεσα σ’ αυτούς που θα φτιάξουν το χαρτί, που θα το κόψουν με τις ιδιαίτερες μηχανές, σ’εκείνους που φτιάξουν τα στελέχη από μπαμπού και, τέλος, σ’ εκείνους που θα κάνουν τη συναρμογή του συνόλου. Αυτοί που ασχολούνται με το χαρτί, κολλάνε δύο ομοιόμορφα φύλλα αφήνοντας κατά διαστήματα λεπτές ζώνες χωρίς κόλλα, ώστε, όταν αργότερα αυτός που θα κάνει τη συναρμογή, φυσήξει ανάμεσα στα δύο χαρτιά, τα σημεία αυτά ν’ ανοίξουν σαν λεπτές σωληνώσεις, μέσα στις οποίες θα περάσει τα στελέχη.
Η σπαστή βεντάλια αποτελεί ένα από τα κλασικά στοιχεία του ιαπωνικού πολιτισμού. Με αιώνες ιστορία πίσω της∙ με χρήσεις που ξεκινούν από την καθημερινότητα μιας ζεστής, υγρής καλοκαιρινής μέρας και φτάνουν στο μέσο έκφρασης ηθοποιών του Καμπούκι και του Νο, αλλά και μεγάλων ζωγράφων, στους οποίους παρουσίαζε την πρόκληση να φτιάξουν κάτι προσαρμοσμένο στὸ ιδιαίτερο, καμπύλο σχήμα της και – κυρίως – στη μικρή επιφάνειά της∙ με παραστάσεις που τροφοδοτεί μια αστείρευτη έμπνευση, με χαρτιά λεπτά, χοντρά, χρυσά, χειροποίητα ή της μηχανής, με ποικίλο, ανάλογα με τη χρήση, το βαθμό πολυτέλειας, την κοινωνική τάξη κ.λπ. αριθμό στελεχών, σε διάφορα μεγέθη, αποτελούν έναν ολόκληρο, δικό τους κόσμο.
Κλασικά συμπληρώνει η βεντάλια τον εξοπλισμό της γκέϊσας ή της μάϊκο, της μαθητευόμενης γκέϊσας, σε ένα από τα βασικά είδη διασκέδασης, που αποτελούν την ειδικότητά τους, δηλαδή στο χορό. Επέκταση του χεριού της γκέϊσας, ανάλογα με την επιδεξιότητα που αυτή έχει αποκτήσει, η βεντάλια μπορεί γίνει κάτι σχεδόν ζωντανό και εξαιρετικά εκφραστικό: τεινόμενη ή αποσυρόμενη, κρυπτόμενη ή παρουσιαζόμενη, μισάνοιχτη ή ολάνοιχτη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να τονίσει μια κίνηση, να υπογραμμίσει το νόημα που έχει μια στάση, να εκφράσει ένα συναίσθημα.
Βεντάλιες (γνωστές ως τεσσέν),  χρησιμοποιήθηκαν στον πόλεμο από την τάξη των σαμουράϊ. Αυτές μπορεί να ήταν κατασκευασμένες εξ ολοκλήρου από μέταλλο, σὲ συμπαγή, διπλωμένη μορφή (Οπότε μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν μικρό ρόπαλο), με τα στελέχη από μέταλλο ή ξύλο, καθώς και σε άλλες παραλλαγές. Σε μια από αυτές, μόνο τα δυο εξωτερικά, πλατύτερα στελέχη ήταν μεταλλικά, φτιαγμένα έτσι που να μην προδίδουν το υλικό τους. Τέτοιες έπαιρναν μαζί τους σαμουράϊ ή νίν’τζα σε μέρη (π.χ. στην κατοικία κάποιου ευγενή) που απαγορευόταν να μπούν με το σπαθί, ώστε αν υπάρξει ανάγκη να μπορούν να υπερασπίσουν τον εαυτό τους. Το χαρτί σ’αυτή την περίπτωση είναι χοντρό, περασμένο με λάκα. Τέτοια βεντάλια χρησιμοποιούσε ο επικεφαλής μιας μάχης, κινώντας την με διάφορους τρόπους, ενδεικτικούς του τι ήθελε να πει, ως μέσο σήμανσης των διάφορων διαταγών. Μπορούσε όμως να χρησιμοποιηθεί και ως όπλο, με αντικείμενο το οποίο είχε αναπτυχθεί ένα ιδιαίτερο είδος πάλης (το τεσσέν τζούτσου), με διάφορες τεχνικές, στάσεις κ.λπ. Στα χέρια ανθρώπων που είχαν ασκηθεί σ’ αυτού του είδους τον αγώνα, τέτοιες βεντάλιες ήταν πολύ αποτελεσματικές, ακόμη και στην αντιμετώπιση επιθέσεων.


Ν. ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ 
Παλαιοί μόνιμοι κάτοικοι

Εδώ περιφέρονται κ' οι σκιές των προγόνων μου.
Κάποτε μάλιστα θαρρώ πως ανοίγει
του μεγάλου, ακατοίκητου παλιού μας
σπιτιού το παράθυρο ο πατέρας μου.
Πως βγάζει σιγά-σιγά το κεφάλι, βγάζει
το χέρι. Με το μεγάλο του δάχτυλο
μου δείχνει στο βάθος κάτι
σαν όνειρο, κάτι σαν ένα περι-
πλανώμενο, άπιαστο, ουράνιο τόξο.
                        Τον ρωτώ
αν αυτό που βλέπω μπορεί να είναι
η ειρήνη. Με ακούει και αθόρυβα,
χωρίς ν' απαντήσει, κλείνει σιγά-σιγά
το παράθυρο πάλι ο πατέρας.
έσεων με σπαθί, και, βέβαια, αν χρειαζόταν, θανατηφόρες.
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ  
ΠΑΤΕΡΕΣ

Παιδί μου, το Περιβόλι μου
 που θα κληρονομήσεις,
όπως το βρεις κι όπως το δεις
να μη το παρατήσεις.

Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά

και φράξε το πιο στέρεα

και πλούτισε τη χλώρη του

και πλάτυνε τη γή του. 


Κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται
να το βεργολογήσεις.
Κι αν αγαπάς τ' ανθρώπινα
και όσα άρρωστα δεν είναι,

ρίξε αγιασμό και ξόρκισε
τα ξωτικά να φύγουν.
Και τη ζωντάνια σπείρε του
μ’ όσα γερά, δροσάτα.

Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, διαφεντευτής.
Κι αν είναι κι έρθουν χρόνια δίσεχτα,
πέσουν καιροί οργισμένοι,
κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιαγμένα, 

κι όσα δέντρα για τίποτ’ άλλο δέ φελάν 
παρά για μετερίζια,
μη φοβηθείς το χαλασμό.
Φωτιά! Τσεκούρι! 

Τράβα, ξεσπέρμεψέ το, 
χέρσωσε το περιβόλι κόφ’ το,
και χτίσε κάστρο απάνω του
και ταμπουρώσου μέσα,

για πόλεμο, για μάτωμα,
για την καινούγια γένα,
π’ όλο την περιμένουμε,
κι όλο κινάει για να ‘ρθει,

κι όλο συντρίμι χάνεται
στο γύρισμα των κύκλων.
Φτάνει μια Ιδέα να στο πει,
μια Ιδέα να στο προστάξει,

κορώνα Ιδέα, Ιδέα Σπαθί,
που θα είν’ απάνου απ’ όλα.


by H.D.

"Sea Rose"


Rose, harsh rose,
marred and with stint of petals,
meagre flower, thin,
sparse of leaf,
more precious
than a wet rose
single on a stem —
you are caught in the drift.
Stunted, with small leaf,
you are flung on the sand,
you are lifted
in the crisp sand
that drives in the wind.
Can the spice-rose
drip such acrid fragrance

hardened in a leaf?


Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016


H Παναγία
Παντάνασα, Ελεούσα,
κοσμοκράτειρα. 
Σύλβια Πλαθ

Κολοσσός

Ποτέ δεν θα μπορέσω να σε συναρμολογήσω ολοκληρωτικά,
Κάθε κομμάτι, όπως πρέπει κολλημένο και συναρμοσμένο.
Γκαρίσματα, γρυλίσματα γουρουνιών και αισχρά κακαρίσματα
Εξέρχονται από τα παχιά σου χείλη…
Είναι χειρότερα κι από σταύλο.
Ίσως θεωρείς τον εαυτό σου ένα μαντείο,
Επιστόμιο για τους νεκρούς, ή για κάποια θεότητα.
Τριάντα χρόνια τώρα είναι που μοχθώ
Να στεγνώσω τις λάσπες από το λαιμό σου.
Δεν έγινα σοφότερη.
Αναρριχώμαι σε μικρές σκαλωσιές με τα δοχεία της κόλλας και τους κουβάδες με τη λαζολίνη
Έρπω σαν μυρμήγκι που θρηνεί
Πάνω από τις χορταριασμένες εκτάσεις των φρυδιών σου
Να επισκευάσω τις τεράστιες πλάκες του κρανίου σου
Και να καθαρίσω τους γυμνούς λευκούς τύμβους των ματιών σου.
Ένας γαλάζιος ουρανός βγαλμένος από την Ορέστεια
Ορθώνεται σαν αψίδα από πάνω μας. Ω πατέρα, είσαι από μόνος σου
Ρωμαλέος και ιστορικός σαν Ρωμαική Αρένα.
Στρώνω για το γεύμα μου πάνω σ` ένα λόφο με μαύρα κυππαρίσια.
Τα διαμπερή σου κόκκαλα και ακάνθινα μαλλιά είναι σκορπισμένα
Με την γνωστή  τους αναρχία στην γραμμή του ορίζοντα.
Χρειάζεται κάτι πιο δυνατό από το χτύπημα ενός κεραυνού
Για να δημιουργήσει ένα τέτοιο ερείπιο.
Τις νύχτες, φωλιάζω στο κέρας της Αμάλθειας
Του αριστερού σου αυτιού, μακριά από τον άνεμο,
Μετρώντας τα κόκκινα άστρα κι εκείνα που έχουν το χρώμα του δαμάσκηνου.
Ο ήλιος ανατέλλει από την πύλη της γλώσσας σου.
Οι ώρες μου νυμφεύονται τη σκιά.
Δεν αφουγκράζομαι πια για το τρίξιμο μιας καρίνας
Πάνω στις γυμνές πέτρες της αποβάθρας.

Μαύρος κόρακας στη βροχή 

Πάνω στο ξερό κλαδί εκεί ψηλά
Κουρνιάζει ένας βρεγμένος μαύρος κόρακας
Που στρώνει ξανά και ξανά το φτέρωμά του μες τη βροχή.
Δεν αναμένω ένα θαύμα
Ή ένα ατύχημα
Να πυροδοτήσουν την όραση
Μες τα μάτια μου,ούτε ψάχνω
Πια στον ανερμάτιστο καιρό κάποιο σχέδιο,
Μόνο αφήνω τα λεκιασμένα φύλλα να πέφτουν όπως πέφτουν,
Χωρίς τελετή, ή οιωνό.
Παρόλο που, το ομολογώ, κάποιες φορές επιθυμώ,
Κάποια ανταπόκριση απ’ τον βουβό ουρανό,
Δεν έχω στ’ αλήθεια παράπονο:
Κάποιο αμυδρό φως μπορεί ακόμα
Να ξεπηδήσει λευκόπυρο
Απ’ της κουζίνας το τραπέζι ή την καρέκλα
Σαν μια ουράνια φωτιά που πότε πότε
Κατέχει τα πιο αμβλεία αντικείμενα–
Καθαγιάζοντας έτσι ένα διάστημα
Αλλιώς ασυνεπές
Επιδίδοντάς του γενναιοδωρία , τιμή,
Κάποιος ίσως πει αγάπη. Ούτως ή άλλως, τώρα περπατώ
Επιφυλακτική( γιατί θα μπορούσε να συμβεί ακόμα και σ` αυτό το μουντό, ερειπωμένο τοπίο)~ δύσπιστη
Παρόλ’ αυτά συνετή, αγνοώντας
Πως ένας άγγελος ίσως διαλέξει να φεγγοβολήσει
Άξαφνα δίπλα μου. Γνωρίζω μόνο πως ένας κόρακας
Που τακτοποιεί τα μαύρα φτερά του μπορεί να λάμψει τόσο
Ώστε ν’ αδράξει τις αισθήσεις μου, ν’ ανασηκώσει
Τα βλέφαρά μου, και να μου παραχωρήσει
Μια σύντομη ανάπαυλα από το φόβο
Της απόλυτης ουδετερότητας. Με λίγη τύχη ,
Μοχθώντας επίμονα μέσα απ` αυτή την εποχή
Της κόπωσης,
Θα συρράψω ένα κάποιο κίβδηλο,
Περιεχόμενο. Τα θαύματα συμβαίνουν,
Αν σ’ αρέσει να αποκαλείς αυτά τα σπασμωδικά
Τεχνάσματα ακτινοβολίας θάυματα. Η αναμονή άρχισε ξανά,
Η μακριά αναμονή για τον άγγελο,
Γι’ αυτή τη σπάνια , τυχαία κάθοδο.

Άυπνος

Ο ουρανός της νύχτας είναι σαν ένα φύλλο καρμπόν,
Μπλε – μαύρο, με τις πυκνοσημαδεμένες περιοχές των αστεριών
Που αφήνουν το φως να περνά, από τρύπα σε τρύπα–
Ένα φως οστέινο, λευκό σαν θάνατος, πίσω από κάθε πράγμα.
Κάτω απ’ τα μάτια των αστεριών και του φεγγαριού το δαχτυλίδι
Υπομένει την έρημο του προσκεφαλιού του, η αυπνία
Απλώνει την λεπτή , ερεθιστική της άμμο προς όλες τις κατευθύνσεις
Ξανά και ξανά , η παλιά , κοκκώδης ταινία
Προβάλλει ντροπές – τις βροχερές ημέρες
Της παιδικής ηλικίας και εφηβείας, κολλώδεις από όνειρα,
Γονικά πρόσωπα πάνω σε ψηλά εδρανα, εναλλάξ αυστηρά και βουρκωμένα,
Ένας κήπος άρρωστα τριαντάφυλλα που του έφερναν κλάμμα.
Το μέτωπό του ανώμαλο σαν τσουβάλι με πέτρες.
Οι αναμνήσεις σπρώχνονται να βγουν στην επιφάνια σαν ξεπερασμένοι σταρ του σινεμά
Έχει πια ανοσία στα χάπια : κόκκινα , μωβ, μπλε-
Πως φωτίζουν την πλήξη ενός απογεύματος που δε λέει να περάσει!
Αυτοί οι ζαχαρένιοι πλανήτες, που η επίδρασή τους κέρδισε γι` αυτόν
Μια ζωή βαπτισμένη στη μη ζωή για λίγο,
Και το γλυκό, ναρκωμένο ξύπνημα ενός επιλήσμονος βρέφους.
Τώρα τα χάπια είναι εξαντλημένα και ανόητα σαν κλασσικοί θεοί.
Τα χαζά νυσταλέα τους χρώματα δεν τον ωφελούν.
Το κεφάλι του είναι ένας μικρός χώρος από γκρίζους καθρέφτες.
Κάθε χειρονομία δραπετεύει ακαριαία σε ένα σοκκάκι
Από συρρικνούμενες προοπτικές και η σημασία του
Στραγγίζεται σα νερό έξω από την οπή στην άλλη άκρη.
Ζει εκτεθειμένος σε ένα ξεσκέπαστο δωμάτιο,
Οι γυμνές σχισμές των ματιών του πέτρωσαν ορθάνοιχτες
Στο ακατάπαυστο ασταποβόλο πετάρισμα των καταστάσεων.
Οληνυχτίς, στην γρανιτένια αυλή, αόρατες γάτες
Ούρλιαζαν σαν γυναίκες , ή σαν κατεστραμένα όργανα.
Μπορεί κιόλας να νιώσει το φως της μέρας, τη λευκή του αρρώστια,
Να ξεπροβάλλει έρποντας μ’ ένα καπέλο γεμάτο ασήμαντες επαναλήψεις.
Η πόλη είναι ένας χάρτης με χαρούμενους σφυριχτές τώρα,
Και παντού άνθρωποι , με τα μάτια τους διάφανα –ασημί και άδεια,
Καλπάζουν προς τις δουλειές τους στη σειρά, λες κι έχουν πρόσφατα υποστεί πλύση εγκεφάλου.
Η μετάφραση των ποιημάτων που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κέδρος είναι της Κατερίνας Ηλιοπούλου


Lady Lazarus
I have done it again.
One year in every ten
I manage it——
A sort of walking miracle, my skin
Bright as a Nazi lampshade,
My right foot
A paperweight,
My face a featureless, fine
Jew linen.
Peel off the napkin
O my enemy.
Do I terrify?——
The nose, the eye pits, the full set of teeth?
The sour breath
Will vanish in a day.
Soon, soon the flesh
The grave cave ate will be
At home on me
And I a smiling woman.
I am only thirty.
And like the cat I have nine times to die.
This is Number Three.
What a trash
To annihilate each decade.
What a million filaments.
The peanut-crunching crowd
Shoves in to see
Them unwrap me hand and foot——
The big strip tease.
Gentlemen, ladies
These are my hands
My knees.
I may be skin and bone,
Nevertheless, I am the same, identical woman.
The first time it happened I was ten.
It was an accident.
The second time I meant
To last it out and not come back at all.
I rocked shut
As a seashell.
They had to call and call
And pick the worms off me like sticky pearls.
Dying
Is an art, like everything else.
I do it exceptionally well.
I do it so it feels like hell.
I do it so it feels real.
I guess you could say I’ve a call.
It’s easy enough to do it in a cell.
It’s easy enough to do it and stay put.
It’s the theatrical
Comeback in broad day
To the same place, the same face, the same brute
Amused shout:
‘A miracle!’
That knocks me out.
There is a charge
For the eyeing of my scars, there is a charge
For the hearing of my heart——
It really goes.
And there is a charge, a very large charge
For a word or a touch
Or a bit of blood
Or a piece of my hair or my clothes.
So, so, Herr Doktor.
So, Herr Enemy.
I am your opus,
I am your valuable,
The pure gold baby
That melts to a shriek.
I turn and burn.
Do not think I underestimate your great concern.
Ash, ash—
You poke and stir.
Flesh, bone, there is nothing there——
A cake of soap,
A wedding ring,
A gold filling.
Herr God, Herr Lucifer
Beware
Beware.

Out of the ash
I rise with my red hair
And I eat men like air.

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016



tunels of colour
golden autum leaves
fresh air, blue sky still  

αγέρωχη μάνα
απουσία διάχυτη
αθώο παιδί

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016




παιδιά που παίζουν
όλα σκυφτά ερευνούν
διερωτώνται


trees creating
golden leaves underfoot
tunnels of colour

rose terraces
berry, fruit in autum
strange figure



δεινόσαυροι στο κέντρο ελληνικός κόσμος

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016



Αιώνια στέκεις
ελιά ιερό δέντρο
ειρήνη, θυσία





 Τριαντάφυλλα
άρωμα φθινοπώρου
ακαθόριστο

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

·        Ορθογραφία
 Οι λέξεις «εννιά», «εννιακόσια» και «εννιακοσιοστός» γράφονται με νν, αλλά οι λέξεις «ενενήντα», «ένατος» και «ενενηκοστός» γράφονται με ν.
·         Λέμε «τρία δώρα», άρα «τριάμισι δώρα» και «τρεις ώρες», άρα «τρεισήμισι» ώρες.
·         Η λέξη «τι» δεν τονίζεται, γιατί είναι μονοσύλλαβη.
·         Το ίδιο ισχύει και για τις λέξεις «ποιος», «ποια», «ποιο».
·         Η λέξη βράδυ είναι εξαίρεση του κανόνα ότι τα ουδέτερα γράφονται με –ι, και γράφεται με –υ, αλλά οι λέξεις βραδιά, βράδια, βραδιάζει, βραδινός γράφονται με –ι.
Αυτό δεν ισχύει για τις υπόλοιπες εξαιρέσεις των ουδετέρων σε –ι, δηλ. στάχυ – στάχυα, δάκρυ – δάκρυα κτλ.
·         Όταν ενώνουμε δύο λέξεις απλές για να φτιάξουμε μια σύνθετη, το συνδετικό φωνήεν είναι ο, αλλά τα σύνθετα της λέξης «όροφος» γράφονται με ω, δηλαδή «διώροφος», «τριώροφος» κτλ.
·         Οι λέξεις «ανεξαρτήτως» και «επικεφαλής» είναι επιρρήματα και άρα δεν κλίνονται, π.χ. Αυτό είναι απόφαση του επικεφαλής.
·         Η σωστή φράση είναι «στο πλαίσιο» και όχι «στα πλαίσια».
·         Οι λέξεις που έχουν ως β’ συνθετικό τη λέξη «νους», γράφονται με οι, π.χ. πρόνοια, ομόνοια.
·         Οι φράσεις «κατ΄ αρχήν» και «κατ΄ αρχάς» δεν έχουν την ίδια σημασία. Το «κατ΄ αρχήν» σημαίνει «στα βασικά σημεία» και το «κατ΄ αρχάς» έχει την έννοια του «αρχικά, πρώτα πρώτα».
·         Οι λέξεις «μέθοδος» και «ψήφος» είναι θηλυκές.
·         Η οριστική έγκλιση παίρνει αύξηση στους ιστορικούς χρόνους, π.χ. επαναλαμβάνω à επανέλαβα.
·         Η προστακτική έγκλιση όμως δεν παίρνει αύξηση, π.χ. Επανάλαβε!
·         Τα περισσότερα χωρ- γράφονται με ω, π.χ. χωριό, χωρίζω, με βασικές εξαιρέσεις τις λέξεις «χορός», «χόρτο», «χορταίνω».
·         Η λέξη «μέσα» μπορεί να μετατραπεί σε «μες», όταν η λέξη που ακολουθεί αρχίζει από «σ».
·         Το «δυσ-» με υ φανερώνει ότι κάτι είναι δύσκολο ή κακό, π.χ. δυσκίνητος, δυστυχία, ενώ το «δισ-» με ι έχει σχέση με τον αριθμό 2, π.χ. δισύλλαβος, δίκυκλο.
·         Οι λέξεις «σαν» και «ως» δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν η μια στη θέση της άλλης. Το «σαν» χρησιμοποιείται για να κάνει παρομοίωση και το «ως» για να αποδώσει μια πραγματική ιδιότητα.

·         Το ρήμα «βάλλω» και τα σύνθετά του, π.χ. αναβάλλω, καταβάλλω, γράφονται με λλ, ενώ τα παράγωγα ουσιαστικά του με λ, π.χ. αναβολή, καταβολή.

Enoτ.1 Αναζήτηση Ελένης

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Ναός Αγίας Θεοδοσίας
Ο Ναός της Αγίας Θεοδοσίας, ο ναός των ρόδων ήταν βυζαντινός ναός στην Κωνσταντινούπολη. 16ο αιώνα μετατράπηκε σε οθωμανικό τέμενος και είναι σήμερα γνωστό ως Γκιουλ Τζαμί (τουρκ. Gül Camii). Βρίσκεται στο δήμο Φατίχ και ειδικότερα στη συνοικία Αγιάκαπου, γνωστή κατά τη βυζαντινή περίοδο ως «τα Δεξιοκράτους».

                 Αν και ταυτίζεται με τη μονή της Αγίας Θεοδοσίας, η αρχική αφιέρωση του βυζαντινού ναού δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα. Έχει επίσης ταυτιστεί με το καθολικό της μονής του Χριστού Ευεργέτη. Ο ναός είναι ένα ψηλό επιβλητικό σύμπλεγμα. Ο τύπος του είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος μετά τρούλου και υπερώων αλλά συχνά κατατάσσεται και στις μεταβατικές τρουλαίες βασιλικές. Ο οκταγωνικός τρούλος του στηρίζεται σε τέσσερις πεσσούς και αποτελεί νεότερη κατασκευή, στη διάρκεια επισκευών μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Ο νάρθηκας του ναού και τα πλάγια κλίτη έχουν υπερώα. Ήταν πολύ αγαπητή η Αγία Θεοδοσία στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης, γι αυτό στις 29 Μαΐουκάθε χρόνο, ημερομηνία που γιορτάζεται η μνήμη της, είχαν τη συνήθεια να στολίζουν τον ναό με τριαντάφυλλα.
          Όπως και τις άλλες χρονιές, έτσι και το 1453, από την παραμονή της γιορτής οι πιστοί κατέκλυσαν τον ναό της Αγίας Θεοδοσίας με ρόδα. Μόνο που αυτή τη σημαδιακή χρονιά ήταν τόσα πολλά τα λουλούδια που δεν χωράει ο νους του ανθρώπου. Εκείνη τη μοιραία νύχτα πλήθη ανθρώπων προσεύχονταν γονατιστοί μέσα στην εκκλησία για τη σωτηρία της Πόλης, ενώ έξω ακούγονταν απόκοσμα τα τύμπανα του πολέμου.
         Τα χτυπούσαν οι Τούρκοι μπροστά στα τείχη πιο δυνατά από κάθε άλλη φορά, προαναγγέλλοντας την τελική επίθεση. Το πρωί της 29ης Μαΐου, την ώρα που έβγαινε ο ήλιος, η Πόλη έπεσε. Οι Τούρκοι στρατιώτες που σάρωναν τα σοκάκια της πόλης εισέβαλαν κάποια στιγμή και στον ναό της Αγίας Θεοδοσίας.
          Μπροστά στη θέα των αμέτρητων τριαντάφυλλων σταμάτησαν έκθαμβοι και πολλοί αναφώνησαν: «Γκιουλ τζαμί, Γκιουλ τζαμί!». Καθώς στα τούρκικα η λέξη γκιούλ σημαίνει τριαντάφυλλο και η λέξη τζαμί εκκλησία, προφανώς είπαν με θαυμασμό: «Να η εκκλησία των ρόδων!».
         Οι Έλληνες της Πόλης, από την εποχή της Άλωσης μέχρι σήμερα, έχουν συνδέσει αυτό το τζαμί με τον τάφο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Λένε ότι σ’ ένα χορταριασμένο οικόπεδο εκεί κοντά υπάρχει ένα ανοιχτό μνήμα με μια πέτρα στο προσκέφαλό του, που πιθανόν ανήκει στον αυτοκράτορα.
          Επί αιώνες έβλεπαν το καντήλι του τάφου να καίει και δεν τολμούσαν να ρωτήσουν ποιοι το ανάβουν. Μερικοί λένε ότι ο ίδιος ο Μωάμεθ ο Πορθητής είχε δώσει τη διαταγή να μην σβήσει ποτέ η φλόγα του καντηλιού και τα έξοδα του λαδιού να πληρώνονται για πάντα από το δικό του θησαυροφυλάκιο.
          Ο θρύλος με το Γκιούλ τζαμί δεν τελειώνει εδώ, απεναντίας, γίνεται συνεχώς και πιο συναρπαστικός.
         Υπάρχουν πολλοί που συνδέουν κι αυτόν τον τάφο με τον τελευταίο αυτοκράτορα, ο οποίος όπως λένε μπορεί να θάφτηκε εκεί ακέφαλος, αφού το κεφάλι του με διαταγή του σουλτάνου εκτέθηκε για μερικές μέρες σε κοινή θέα επάνω σ’ ένα κίονα κοντά στην Αγία Σοφία. Αν αληθεύει ότι ο σουλτάνος έδωσε στους Έλληνες το σώμα του αυτοκράτορα για ταφή, το πιθανότερο είναι αυτοί να το έθαψαν στον χώρο του ναού της Αγίας Θεοδοσίας που γιόρταζε εκείνες τις ημέρες...