Ν. ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
Παλαιοί μόνιμοι κάτοικοι
Εδώ περιφέρονται κ' οι
σκιές των προγόνων μου.
Κάποτε μάλιστα θαρρώ
πως ανοίγει
του μεγάλου,
ακατοίκητου παλιού μας
σπιτιού το παράθυρο ο πατέρας μου.
Πως βγάζει σιγά-σιγά
το κεφάλι, βγάζει
το χέρι. Με το μεγάλο
του δάχτυλο
μου δείχνει στο βάθος
κάτι
σαν όνειρο, κάτι σαν
ένα περι-
πλανώμενο, άπιαστο,
ουράνιο τόξο.
Τον ρωτώ
αν αυτό που βλέπω
μπορεί να είναι
η ειρήνη. Με ακούει
και αθόρυβα,
χωρίς ν' απαντήσει,
κλείνει σιγά-σιγά
το παράθυρο πάλι ο πατέρας.
έσεων με σπαθί, και, βέβαια, αν χρειαζόταν, θανατηφόρες.
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
ΠΑΤΕΡΕΣ
Παιδί μου, το
Περιβόλι μου
που θα
κληρονομήσεις,
όπως το βρεις κι όπως το δεις
να μη το παρατήσεις.
όπως το βρεις κι όπως το δεις
να μη το παρατήσεις.
Σκάψε το ακόμα πιο
βαθιά
και φράξε το πιο
στέρεα
και πλούτισε τη χλώρη
του
και πλάτυνε τη γή
του.
Κι ακλάδευτο όπου
μπλέκεται
να το βεργολογήσεις.
Κι αν αγαπάς τ'
ανθρώπινα
και όσα άρρωστα δεν
είναι,
ρίξε αγιασμό και
ξόρκισε
τα ξωτικά να φύγουν.
Και τη ζωντάνια σπείρε
του
μ’ όσα γερά, δροσάτα.
Γίνε οργοτόμος,
φυτευτής, διαφεντευτής.
Κι αν είναι κι έρθουν
χρόνια δίσεχτα,
πέσουν καιροί
οργισμένοι,
κι όσα πουλιά μισέψουνε
σκιαγμένα,
κι όσα δέντρα για
τίποτ’ άλλο δέ φελάν
παρά για μετερίζια,
μη φοβηθείς το χαλασμό.
Φωτιά! Τσεκούρι!
Τράβα, ξεσπέρμεψέ
το,
χέρσωσε το περιβόλι
κόφ’ το,
και χτίσε κάστρο απάνω
του
και ταμπουρώσου μέσα,
για πόλεμο, για μάτωμα,
για την καινούγια γένα,
π’ όλο την περιμένουμε,
κι όλο κινάει για να
‘ρθει,
κι όλο συντρίμι χάνεται
στο γύρισμα των κύκλων.
Φτάνει μια Ιδέα να στο
πει,
μια Ιδέα να στο
προστάξει,
κορώνα Ιδέα, Ιδέα
Σπαθί,
που θα είν’ απάνου απ’
όλα.