Translate

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

Σύλβια Πλαθ

Κολοσσός

Ποτέ δεν θα μπορέσω να σε συναρμολογήσω ολοκληρωτικά,
Κάθε κομμάτι, όπως πρέπει κολλημένο και συναρμοσμένο.
Γκαρίσματα, γρυλίσματα γουρουνιών και αισχρά κακαρίσματα
Εξέρχονται από τα παχιά σου χείλη…
Είναι χειρότερα κι από σταύλο.
Ίσως θεωρείς τον εαυτό σου ένα μαντείο,
Επιστόμιο για τους νεκρούς, ή για κάποια θεότητα.
Τριάντα χρόνια τώρα είναι που μοχθώ
Να στεγνώσω τις λάσπες από το λαιμό σου.
Δεν έγινα σοφότερη.
Αναρριχώμαι σε μικρές σκαλωσιές με τα δοχεία της κόλλας και τους κουβάδες με τη λαζολίνη
Έρπω σαν μυρμήγκι που θρηνεί
Πάνω από τις χορταριασμένες εκτάσεις των φρυδιών σου
Να επισκευάσω τις τεράστιες πλάκες του κρανίου σου
Και να καθαρίσω τους γυμνούς λευκούς τύμβους των ματιών σου.
Ένας γαλάζιος ουρανός βγαλμένος από την Ορέστεια
Ορθώνεται σαν αψίδα από πάνω μας. Ω πατέρα, είσαι από μόνος σου
Ρωμαλέος και ιστορικός σαν Ρωμαική Αρένα.
Στρώνω για το γεύμα μου πάνω σ` ένα λόφο με μαύρα κυππαρίσια.
Τα διαμπερή σου κόκκαλα και ακάνθινα μαλλιά είναι σκορπισμένα
Με την γνωστή  τους αναρχία στην γραμμή του ορίζοντα.
Χρειάζεται κάτι πιο δυνατό από το χτύπημα ενός κεραυνού
Για να δημιουργήσει ένα τέτοιο ερείπιο.
Τις νύχτες, φωλιάζω στο κέρας της Αμάλθειας
Του αριστερού σου αυτιού, μακριά από τον άνεμο,
Μετρώντας τα κόκκινα άστρα κι εκείνα που έχουν το χρώμα του δαμάσκηνου.
Ο ήλιος ανατέλλει από την πύλη της γλώσσας σου.
Οι ώρες μου νυμφεύονται τη σκιά.
Δεν αφουγκράζομαι πια για το τρίξιμο μιας καρίνας
Πάνω στις γυμνές πέτρες της αποβάθρας.

Μαύρος κόρακας στη βροχή 

Πάνω στο ξερό κλαδί εκεί ψηλά
Κουρνιάζει ένας βρεγμένος μαύρος κόρακας
Που στρώνει ξανά και ξανά το φτέρωμά του μες τη βροχή.
Δεν αναμένω ένα θαύμα
Ή ένα ατύχημα
Να πυροδοτήσουν την όραση
Μες τα μάτια μου,ούτε ψάχνω
Πια στον ανερμάτιστο καιρό κάποιο σχέδιο,
Μόνο αφήνω τα λεκιασμένα φύλλα να πέφτουν όπως πέφτουν,
Χωρίς τελετή, ή οιωνό.
Παρόλο που, το ομολογώ, κάποιες φορές επιθυμώ,
Κάποια ανταπόκριση απ’ τον βουβό ουρανό,
Δεν έχω στ’ αλήθεια παράπονο:
Κάποιο αμυδρό φως μπορεί ακόμα
Να ξεπηδήσει λευκόπυρο
Απ’ της κουζίνας το τραπέζι ή την καρέκλα
Σαν μια ουράνια φωτιά που πότε πότε
Κατέχει τα πιο αμβλεία αντικείμενα–
Καθαγιάζοντας έτσι ένα διάστημα
Αλλιώς ασυνεπές
Επιδίδοντάς του γενναιοδωρία , τιμή,
Κάποιος ίσως πει αγάπη. Ούτως ή άλλως, τώρα περπατώ
Επιφυλακτική( γιατί θα μπορούσε να συμβεί ακόμα και σ` αυτό το μουντό, ερειπωμένο τοπίο)~ δύσπιστη
Παρόλ’ αυτά συνετή, αγνοώντας
Πως ένας άγγελος ίσως διαλέξει να φεγγοβολήσει
Άξαφνα δίπλα μου. Γνωρίζω μόνο πως ένας κόρακας
Που τακτοποιεί τα μαύρα φτερά του μπορεί να λάμψει τόσο
Ώστε ν’ αδράξει τις αισθήσεις μου, ν’ ανασηκώσει
Τα βλέφαρά μου, και να μου παραχωρήσει
Μια σύντομη ανάπαυλα από το φόβο
Της απόλυτης ουδετερότητας. Με λίγη τύχη ,
Μοχθώντας επίμονα μέσα απ` αυτή την εποχή
Της κόπωσης,
Θα συρράψω ένα κάποιο κίβδηλο,
Περιεχόμενο. Τα θαύματα συμβαίνουν,
Αν σ’ αρέσει να αποκαλείς αυτά τα σπασμωδικά
Τεχνάσματα ακτινοβολίας θάυματα. Η αναμονή άρχισε ξανά,
Η μακριά αναμονή για τον άγγελο,
Γι’ αυτή τη σπάνια , τυχαία κάθοδο.

Άυπνος

Ο ουρανός της νύχτας είναι σαν ένα φύλλο καρμπόν,
Μπλε – μαύρο, με τις πυκνοσημαδεμένες περιοχές των αστεριών
Που αφήνουν το φως να περνά, από τρύπα σε τρύπα–
Ένα φως οστέινο, λευκό σαν θάνατος, πίσω από κάθε πράγμα.
Κάτω απ’ τα μάτια των αστεριών και του φεγγαριού το δαχτυλίδι
Υπομένει την έρημο του προσκεφαλιού του, η αυπνία
Απλώνει την λεπτή , ερεθιστική της άμμο προς όλες τις κατευθύνσεις
Ξανά και ξανά , η παλιά , κοκκώδης ταινία
Προβάλλει ντροπές – τις βροχερές ημέρες
Της παιδικής ηλικίας και εφηβείας, κολλώδεις από όνειρα,
Γονικά πρόσωπα πάνω σε ψηλά εδρανα, εναλλάξ αυστηρά και βουρκωμένα,
Ένας κήπος άρρωστα τριαντάφυλλα που του έφερναν κλάμμα.
Το μέτωπό του ανώμαλο σαν τσουβάλι με πέτρες.
Οι αναμνήσεις σπρώχνονται να βγουν στην επιφάνια σαν ξεπερασμένοι σταρ του σινεμά
Έχει πια ανοσία στα χάπια : κόκκινα , μωβ, μπλε-
Πως φωτίζουν την πλήξη ενός απογεύματος που δε λέει να περάσει!
Αυτοί οι ζαχαρένιοι πλανήτες, που η επίδρασή τους κέρδισε γι` αυτόν
Μια ζωή βαπτισμένη στη μη ζωή για λίγο,
Και το γλυκό, ναρκωμένο ξύπνημα ενός επιλήσμονος βρέφους.
Τώρα τα χάπια είναι εξαντλημένα και ανόητα σαν κλασσικοί θεοί.
Τα χαζά νυσταλέα τους χρώματα δεν τον ωφελούν.
Το κεφάλι του είναι ένας μικρός χώρος από γκρίζους καθρέφτες.
Κάθε χειρονομία δραπετεύει ακαριαία σε ένα σοκκάκι
Από συρρικνούμενες προοπτικές και η σημασία του
Στραγγίζεται σα νερό έξω από την οπή στην άλλη άκρη.
Ζει εκτεθειμένος σε ένα ξεσκέπαστο δωμάτιο,
Οι γυμνές σχισμές των ματιών του πέτρωσαν ορθάνοιχτες
Στο ακατάπαυστο ασταποβόλο πετάρισμα των καταστάσεων.
Οληνυχτίς, στην γρανιτένια αυλή, αόρατες γάτες
Ούρλιαζαν σαν γυναίκες , ή σαν κατεστραμένα όργανα.
Μπορεί κιόλας να νιώσει το φως της μέρας, τη λευκή του αρρώστια,
Να ξεπροβάλλει έρποντας μ’ ένα καπέλο γεμάτο ασήμαντες επαναλήψεις.
Η πόλη είναι ένας χάρτης με χαρούμενους σφυριχτές τώρα,
Και παντού άνθρωποι , με τα μάτια τους διάφανα –ασημί και άδεια,
Καλπάζουν προς τις δουλειές τους στη σειρά, λες κι έχουν πρόσφατα υποστεί πλύση εγκεφάλου.
Η μετάφραση των ποιημάτων που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κέδρος είναι της Κατερίνας Ηλιοπούλου