Translate

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

Νίκος Καββαδίας, “Federico Garcia Lorca” (Πουσι 1947, πρωτη δημοσιευση 1945)

Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι

Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδειά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου
στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε, ακαμάτης, τ’αχαμνά του

Του ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι
τραβέρσο ανάποδο, πορεία προς το βοριά
τράβα μπροστά, ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει

Κάτω απ’ τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια
τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ’ έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια

Ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω;
φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό
στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.

Κοπέλες απ’ το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι
κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι
μέσα απ’ τα διψασμένα της χωράφια τα ανοιχτά

Βάρκα του βάλτου ανάστροφη, φτενή δίχως καρένα
σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά
σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.
una accion vil y disgraciado.


Δώρος Λοΐζου, “Έρχονται πάλι” (Ψωμί και Ελευθερία):
Έρχονται πάλι…
Έρχονται, Φεντερίκο…
Μαύρα μάτια, μαύρες καρδιές, μαύρες κάννες…
Έρχονται να σε ξανασκοτώσουν, Φεντερίκο.
Θα σε ξαναθάψουν με τους άλλους,
τους πολλούς,
τον κοσμάκη.
Κι ύστερα θα πούν ότι σε σκότωσαν κατά λάθος,
πως ήταν ατύχημα,
τυχαίο περιστατικό…
Άβε Μαρία, άβε Μαρία
προσευχήσου για μας…
'Oλους εμάς τους αθώους Φεντερίκους…
Εμάς που μας σκοτώνουν τυχαία,
κατά λάθος…
Χ. Μπραβος, “Σονετο του σκοτεινου θανατου” (Μετα τα Μυθικα, 1996· πρωτη δημοσιευση 1986)
Της νύχτας και του ανέμου Federico
Garcia Lorca, πέφτει π έ ν τ ε η ώρα.
Τ’ άλογο πάει μιαν άδεια νεκροφόρα·
στ’ αλώνι πολεμά ταύρος με λύκο.

Σε παίρνει η δημοσιά, για να σε βγάλει
κει που η αστραπή κλωσσάει την αστραπή της.
Του φεγγαριού το πέταλο, μαγνήτης,
σέρνει το ματωμένο σου κεφάλι

κουρέλια φασκιωμένο της παντιέρας.
Φυσάει σκοτεινού θανάτου αέρας –
και πού να είν’ εκείνο τ’ άσπρο σάλι
που σού ’ριξε, όταν σ’ έπαιρναν, η νύφη;

Σκυλί τρελό τα κόκαλά του γλείφει
και σ’ άλλον κόσμο αρχίζει καρναβάλι.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ, “ΣΙΜΑ ΣΤΗ ΓΡΑΝΑΔΑ (ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 1936)” (ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΥΦΑΝΤΙΚΗΣ, 2013)
Μες τα βαθιά σαλόνια ο θάνατός του
ποθεί να κοιμηθεί, μα δε βολεί – τα βόλια
χύνουν χυμό ροδιού κι ο μαύρος κύκνος
μεθά τη θάλασσα με τα φτερά του.

Κι είπε στο Λόρκα ο Φεδερίκο: “Φίλε,
μη σκιάζεσαι κι εγώ θα σε σκεπάσω.”