ΝΙΚΟΣ ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗΣ
«ΓΡΗΓΟΡΗΣ
ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ»
Κυλάει η λάβα της φωτιάς και γράφει,
γράφει με γράμματα καυτά στον ουρανό
της δόξας τ’ όνομά σου, Αυξεντίου!
γράφει με γράμματα καυτά στον ουρανό
της δόξας τ’ όνομά σου, Αυξεντίου!
Αρχάγγελος με τη ρομφαία σου,
στο πύρινο άρμα μπήκες του Προφήτη Ηλία.
Κι έσμιξες με τον Ήλιο,
έσμιξες με το φως,
κι έγινες φλόγα, κεραυνός,
συνείδηση της λευτεριάς
μες την καρδιά της Οικουμένης!
στο πύρινο άρμα μπήκες του Προφήτη Ηλία.
Κι έσμιξες με τον Ήλιο,
έσμιξες με το φως,
κι έγινες φλόγα, κεραυνός,
συνείδηση της λευτεριάς
μες την καρδιά της Οικουμένης!
Εδώ,
μες το φθαρτό, το γήινο χώμα,
δεν είναι τάφος, στήλη καμμιά δεν είναι, Αυξεντίου,
να ᾽ρθούμε να σε κλάψουμε σ’ αυτήν
δικοί και φίλοι.
μες το φθαρτό, το γήινο χώμα,
δεν είναι τάφος, στήλη καμμιά δεν είναι, Αυξεντίου,
να ᾽ρθούμε να σε κλάψουμε σ’ αυτήν
δικοί και φίλοι.
Λαμπάδα τ’ αντρειωμένο σου κορμί
και φως που καίει,
ήλιος που περπατάει στον ουρανό
κι ανάβει, με το σπαθί τής λεβεντιάς,
τη νέαν ελπίδα.
και φως που καίει,
ήλιος που περπατάει στον ουρανό
κι ανάβει, με το σπαθί τής λεβεντιάς,
τη νέαν ελπίδα.
Γρηγόρη,
Βάτο φλεγόμενη στη γη του Μαχαιρά!
Χάραξες, με τ’ αναμμένα δάχτυλα
των εικοσιεννιά σου χρόνων,
της λευτεριάς δεκάλογο
για τη Φυλή σου.
Βάτο φλεγόμενη στη γη του Μαχαιρά!
Χάραξες, με τ’ αναμμένα δάχτυλα
των εικοσιεννιά σου χρόνων,
της λευτεριάς δεκάλογο
για τη Φυλή σου.
Γρηγόρη!
Σε πήρε η αυγή,
κι έγινες δρόσο και χαρά,
κι ελπίδα του καλοκαιριού,
κι ανθός
που βλάστησε σε νέο φεγγάρι…
Σε πήρε η αυγή,
κι έγινες δρόσο και χαρά,
κι ελπίδα του καλοκαιριού,
κι ανθός
που βλάστησε σε νέο φεγγάρι…
Σε πήρε η μέρα,
κι έγινες φωτιά,
πυραχτωμένο σίδερο απόφασης,
που σταματάει το χρόνο.
κι έγινες φωτιά,
πυραχτωμένο σίδερο απόφασης,
που σταματάει το χρόνο.
Σε πήρε η νύχτα στα φτερά του ονείρου,
Αητέ μου κι Άη Γιώργη μου Τροπαιοφόρε
και σ’ έβαλε για πάντα στην καρδιά μας.
Αητέ μου κι Άη Γιώργη μου Τροπαιοφόρε
και σ’ έβαλε για πάντα στην καρδιά μας.