Επέσανε τα Γιάννενα
(Αριστοτέλη Βαλαωρίτη)
(Αριστοτέλη Βαλαωρίτη)
Επέσανε τα Γιάννενα, σιγά να κοιμηθούνε,
εσβήσανε τα φώτα τους, εκλείσανε τα μάτια.
Η μάνα σφίγγει το παιδί βαθιά στην αγκαλιά της,
γιατί είναι χρόνοι δίσεχτοι και τρέμει μην το χάσει.
Τραγούδι δεν ακούγεται, ψυχή δεν ανασαίνει.
Ο ύπνος είναι θάνατος και μνήμα το κρεβάτι,
κι η χώρα κοιμητήριο κι η νύχτα ρημοκλήσι.
Άγρυπνος ο Αλη-πασάς, ακόμη δε νυστάζει,
κι εις ένα δέρμα λιονταριού βρίσκεται ξαπλωμένος.
Το μέτωπό του είναι βαρύ, θολό, συγνεφιασμένο
και το ΄βαλεν αντίστυλο το χέρι του, μην πέσει.
Χαϊδεύει με τα δάχτυλα τα κάτασπρά του γένια,
που σέρνονται στου λιονταριού τη φοβερή τη χαίτη.
Αγκαλιασμένα τα θεριά, σου φαίνονται πως έχουν
ένα κορμί δικέφαλο , το μάτι δε γνωρίζει
ποιο τάχα ναν΄ το ζωντανό και ποιο το σκοτωμένο.
εσβήσανε τα φώτα τους, εκλείσανε τα μάτια.
Η μάνα σφίγγει το παιδί βαθιά στην αγκαλιά της,
γιατί είναι χρόνοι δίσεχτοι και τρέμει μην το χάσει.
Τραγούδι δεν ακούγεται, ψυχή δεν ανασαίνει.
Ο ύπνος είναι θάνατος και μνήμα το κρεβάτι,
κι η χώρα κοιμητήριο κι η νύχτα ρημοκλήσι.
Άγρυπνος ο Αλη-πασάς, ακόμη δε νυστάζει,
κι εις ένα δέρμα λιονταριού βρίσκεται ξαπλωμένος.
Το μέτωπό του είναι βαρύ, θολό, συγνεφιασμένο
και το ΄βαλεν αντίστυλο το χέρι του, μην πέσει.
Χαϊδεύει με τα δάχτυλα τα κάτασπρά του γένια,
που σέρνονται στου λιονταριού τη φοβερή τη χαίτη.
Αγκαλιασμένα τα θεριά, σου φαίνονται πως έχουν
ένα κορμί δικέφαλο , το μάτι δε γνωρίζει
ποιο τάχα ναν΄ το ζωντανό και ποιο το σκοτωμένο.
Ο θάνατος του κλέφτη
(Ιούλιος Τυπάλδος)
Έχετε γεια, ψηλά βουνά και κρυσταλλένιες βρύσες,
χαράματα με τις δροσιές, νύχτες με το φεγγάρι,
και σεις, μαύρα κλεφτόπουλα, που στην Τουρκιά ετρομάξτε!
Αρρώστια δε με πλάκωσε και πηαίνω να πεθάνω,
κι αν πάρει βόλι το κορμί, πάλι, η ψυχή απομένει.
Μαύρο πουλάκι θα γενώ, μαύρο χελιδονάκι,
να ‘ρθω το γλυκοχάραμα να ιδώ που πολεμάτε,
και σα σχολάσει ο πόλεμος κι εβγεί τ’ αχνό φεγγάρι,
πάλι θε να ‘ρθω να σταθώ σ’ ένα κυπαρισσάκι
τα λίγα τα κλεφτόπουλα, που βρω στη γη να κλάψω,
μέσα στης νύχτας την ερμιά, στον ύπνο που κοιμούνται,
Ν’ ακούσουν οι μανάδες τους να τα μοιρολογήσουν.
-Για ιδές η θύρα του Πασά, και πάψε το τραγούδι!
Έχετε γεια, ψηλά βουνά, τρεχούμενα ποτάμια.
Αδέλφια, να με θάψετε σε μια ψηλή ραχούλα,
ν’ ακούω τ’ αηδόνια που ‘ρχονται και φέρνουν τον Απρίλη.
(Ιούλιος Τυπάλδος)
Έχετε γεια, ψηλά βουνά και κρυσταλλένιες βρύσες,
χαράματα με τις δροσιές, νύχτες με το φεγγάρι,
και σεις, μαύρα κλεφτόπουλα, που στην Τουρκιά ετρομάξτε!
Αρρώστια δε με πλάκωσε και πηαίνω να πεθάνω,
κι αν πάρει βόλι το κορμί, πάλι, η ψυχή απομένει.
Μαύρο πουλάκι θα γενώ, μαύρο χελιδονάκι,
να ‘ρθω το γλυκοχάραμα να ιδώ που πολεμάτε,
και σα σχολάσει ο πόλεμος κι εβγεί τ’ αχνό φεγγάρι,
πάλι θε να ‘ρθω να σταθώ σ’ ένα κυπαρισσάκι
τα λίγα τα κλεφτόπουλα, που βρω στη γη να κλάψω,
μέσα στης νύχτας την ερμιά, στον ύπνο που κοιμούνται,
Ν’ ακούσουν οι μανάδες τους να τα μοιρολογήσουν.
-Για ιδές η θύρα του Πασά, και πάψε το τραγούδι!
Έχετε γεια, ψηλά βουνά, τρεχούμενα ποτάμια.
Αδέλφια, να με θάψετε σε μια ψηλή ραχούλα,
ν’ ακούω τ’ αηδόνια που ‘ρχονται και φέρνουν τον Απρίλη.