Translate

Τετάρτη 8 Μαΐου 2019

Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη,  Νίκος Ερηνάκης,  Ανδρέας Κεντζός,  Μαρία Κουλούρη,  Ειρήνη Μαργαρίτη,  Παναγιώτης Μηλιώτης,  Σταμάτης Πολενάκης,  


Ελένη Τζατζιμάκη

ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ ΤΩΝ ΔΙΔΥΜΩΝ
Του Γ.Χ.


Ζωή είναι η κατάφαση στην άγνοια, ποιητή.
Δεν έχουμε πολύ καιρό και για άλλες απαντήσεις.
Ο χρόνος όλος είναι η απόσταση από το ένα κομμάτι μου
στο άλλο
Κι ενώ όλα θα συμβαίνουν,
περιμετρικά των ματιών,
Εγώ ακόμη θα ψάχνω
την πιο κατάλληλη λέξη.
Η ιστορία της όρασης γράφεται από τους άλλους, ποιητή.
Και μέχρι, βέβαια, τα μάτια να δουν τον εαυτό τους
Δεν θα ‘χουμε ποτέ
στ’ αλήθεια γνωριστεί.
Με κάποια προσποιητή αμηχανία, ποιητή
Εγώ θα έχω σίγουρα λίγο τη ράχη μου σκυμμένη
Κι εσείς
Θα κοιτάζετε πάνω από εμένα
Αδιαφορώντας
Για τη μόνιμη καμπούρα μου.
Δεν υπάρχει η απόλυτη ακινησία, ποιητή
Κι ώσπου να ορίσουμε
Τις σχετικές μας αφετηρίες
Δεν θα ‘χουμε καθόλου καταλάβει
Σε τι είχαμε στ’ αλήθεια συμφωνήσει ώς τώρα.


 Μαρία Κουλούρη
Έτσι γίνομαι ήχος
Χτύπημα του χρόνου
Και είμαι εγώ ο ύπνος των παιδιών
Φορτίο της φύσης μου ένα δέντρο
Κάθε πρωί γεννάω τον κορμό του
Το βράδυ σκουπίζω τους καρπούς
Και είναι το μόνο που μένει
Σε μια κατάσταση διαφορετική
Από αυτό που οι έγκλειστοι κάνουν
Ή όσοι γυρίζουν ικέτες ύλης.
Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη

"Ημέρες Κυρίου":
Ανέβηκα στο βουνό.
Αύγουστος, κι είχανε μαχαιρώσει
στο μετρό ένα μετανάστη.
Το κεφάλι μου βούιζε σα μηχανή αεροπλάνου.
Το αμάξι ζεστό,
σα μάλλινη σκούφια για το πρόσωπο.

Κλείδωσα και κατέβηκα.
Τα πρώτα βήματα αβέβαια,
συνηθισμένα στο μπετόν.
Οι πέτρες δαρμένες από αέρα και βροχή,
κοφτερές. Παντού κεραμιδί πευκοβελόνες.
Πεύκα: νέα, γέρικα, με αραιά κλαδιά,
με φρέσκα κουκουνάρια.
Έκοψα ένα, νεαρό. Κλειστό
σαν αστακούδι στη φωλιά του
και κυρτό σα δόντι-φυλαχτό.
Μύριζε ρετσίνι, πεύκο, τα παιδικά μου
χρόνια· δυνατότητα.

Έφτασα στην άκρη του γκρεμού.
Η πόλη απλωνόταν σαν κουβέρτα,
άχνιζε κάτω απ' τα γκρίζα σύννεφα.
Κλίμακες φωτός σάλευαν αναβοσβήνοντας.
Η ασημένια θάλασσα στο βάθος και το λιμάνι με τα γιγαντιαία του ανοιχτήρια.
Ο ουρανός έβηξε και μια λεπτή βροχή
σα χάδι, μούσκεψε το χώμα,
την μπλούζα, τα μαλλιά μου,
τα σκληρά πλαστικά της πόλης
την πίσσα της πόλης
τα κουτιά, τα πάρκα, τα χαντάκια της πόλης
τα βράχια, τ' αυλάκια στις πέτρες,
τα κλαδιά τα σκασμένα απ' τον ήλιο
τις βελόνες των πεύκων,
τα αγκάθια των βάτων.

Ύστερα σώπασε.

Μύρισα τριγύρω την παιδική
λαχτάρα στα πρωτοβρόχια του Σεπτέμβρη,
τη δίψα να μάθω,
να πάω σχολείο, να τρέξω στο δάσος,
να παίξω, να μάθω
να μάθω, να μάθω, να μάθω.
Πρωτεύουσα του Αφγανιστάν είναι
η Καμπούλ, που σημαίνει Αποδοχή.
Του Πακιστάν, το Ισλαμαμπάντ.
Στο Σουδάν μιλούν πάνω από τετρακόσιες
γλώσσες και διαλέκτους.
Όταν παιδί μου ήρθε η γιαγιά σου από τη
Μικρασία, οι Έλληνες εδώ τους έφτυναν,
τους έδιωχναν σαν ξένους
φωνάζοντας "Τουρκόσποροι".

Το νεαρό κυπαρίσσι δίπλα μου τεντώθηκε.
Είδα ολόγιομους, μικρούς καρπούς·
τους έκοψα.
Κατεβαίνοντας προς την πόλη
πέρασα από το κοιμητήριο.
Θέλησα ν' αφήσω ένα σπόρο
στον παππού, που ήταν ποιητής
και στρατιώτης, ιππέας και βιολιστής.
Που έγραφε μ' ένα μολυβάκι τόσο δα
και ξυλιασμένα δάχτυλα
ημερολόγιο μετώπου, μέσα στη σκοροφαγωμένη
κάπα του στην Αλβανία.

Κι ύστερα πολέμησε με το στρατό
και νίκησε. Κι όταν πέθανε βρήκαμε
κασέτες με αντάρτικα μες στη ντουλάπα του.
Μα η ταμπέλα του κοιμητηρίου ήταν
ξεκάθαρη:
Κυριακές και αργίες: ΚΛΕΙΣΤΑ -
ΗΜΕΡΕΣ ΚΥΡΙΟΥ.