ΕΠΤΑ ΜΕΡΕΣ
(SEVEN DAYS)
(SEVEN DAYS)
ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ
Κάθισα σ’ ένα δωμάτιο που ήταν
σχεδόν σκοτεινό,
Κοιτάζοντας έξω τη θάλασσα. Υπήρχε ένα φως πάνω στο νερό
Που απελευθέρωνε ένα ουράνιο τόξο
Το οποίο προσγειωνόταν κοντά στα σκαλιά.
Ήμουν έκπληκτος που ανακάλυπτα εσένα στο τελείωμά του.
Κοιτάζοντας έξω τη θάλασσα. Υπήρχε ένα φως πάνω στο νερό
Που απελευθέρωνε ένα ουράνιο τόξο
Το οποίο προσγειωνόταν κοντά στα σκαλιά.
Ήμουν έκπληκτος που ανακάλυπτα εσένα στο τελείωμά του.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΡΑ
Κάθισα σε μια ξαπλώστρα στην
ακρογιαλιά
Περικυκλωμένος από ψηλά χόρτα
Έτσι που μόνο η κορυφή του καπέλου μου φαινόταν.
Ο ουρανός συνέχιζε να μετατοπίζεται αλλά η λιακάδα παρέμενε.
Υπήρχε μια γυάλινη κολώνα γεμάτη με λαμπρή σκόνη,
Και μέσα ήσουν εσύ.
Περικυκλωμένος από ψηλά χόρτα
Έτσι που μόνο η κορυφή του καπέλου μου φαινόταν.
Ο ουρανός συνέχιζε να μετατοπίζεται αλλά η λιακάδα παρέμενε.
Υπήρχε μια γυάλινη κολώνα γεμάτη με λαμπρή σκόνη,
Και μέσα ήσουν εσύ.
ΤΡΙΤΗ ΜΕΡΑ
Ένας κομήτης με δύο ουρές
εμφανίστηκε. Ήσουν ανάμεσά τους
Με τα χέρια σου απλωμένα ωσάν να κρατούσες τις ουρές χώρια.
Ευχόμουν πως θα μιλούσες αλλά δεν το έκανες. Ήξερα τότε
Ότι μπορεί να παρέμενες σιωπηλή για πάντα.
Με τα χέρια σου απλωμένα ωσάν να κρατούσες τις ουρές χώρια.
Ευχόμουν πως θα μιλούσες αλλά δεν το έκανες. Ήξερα τότε
Ότι μπορεί να παρέμενες σιωπηλή για πάντα.
ΤΕΤΑΡΤΗ ΜΕΡΑ
Αυτό το απόγευμα στο δωμάτιό μου
Υπήρχε μια λιμνούλα από ρόδινο φως
Που έπλεε στο ξύλινο πάτωμα και σκέφτηκα τη νύχτα
Που ταξίδεψες μακριά. Έκλεισα τα μάτια μου και πάσχισα
Να σκεφτώ τρόπους που θα μπορούσαμε να συμφιλιωθούμε∙
Δεν μπορούσα να σκεφτώ ούτε έναν.
Υπήρχε μια λιμνούλα από ρόδινο φως
Που έπλεε στο ξύλινο πάτωμα και σκέφτηκα τη νύχτα
Που ταξίδεψες μακριά. Έκλεισα τα μάτια μου και πάσχισα
Να σκεφτώ τρόπους που θα μπορούσαμε να συμφιλιωθούμε∙
Δεν μπορούσα να σκεφτώ ούτε έναν.
ΠΕΜΠΤΗ ΜΕΡΑ
Ένα φως εμφανίστηκε και σκέφτηκα
πως η αυγή είχε έλθει.
Αλλά το φως ήταν στον καθρέφτη κι γινόταν λαμπρότερο
Όσο πιο κοντά πήγαινα. Με κοίταζες επίμονα.
Σε παρατηρούσα μέχρι το πρωί μα ποτέ δεν μίλησες.
Αλλά το φως ήταν στον καθρέφτη κι γινόταν λαμπρότερο
Όσο πιο κοντά πήγαινα. Με κοίταζες επίμονα.
Σε παρατηρούσα μέχρι το πρωί μα ποτέ δεν μίλησες.
ΕΚΤΗ ΜΕΡΑ
Ήταν απόγευμα αλλά ήμουν
σίγουρος
Ότι υπήρχε φεγγαρόφωτο παγιδευμένο κάτω απ’ τα πιάτα.
Εσύ στεκόσουν έξω απ’ το παράθυρο, λέγοντας, ″Σήκωσέ τα″.
Όταν τα σήκωσα η θάλασσα ήταν σκοτεινή,
Ο άνεμος ήταν δυτικός, κι εσύ είχες φύγει.
Ότι υπήρχε φεγγαρόφωτο παγιδευμένο κάτω απ’ τα πιάτα.
Εσύ στεκόσουν έξω απ’ το παράθυρο, λέγοντας, ″Σήκωσέ τα″.
Όταν τα σήκωσα η θάλασσα ήταν σκοτεινή,
Ο άνεμος ήταν δυτικός, κι εσύ είχες φύγει.
ΕΒΔΟΜΗ ΜΕΡΑ
Βγήκα για ένα περίπατο αργά τη
νύχτα απορώντας
Εάν θα επέστρεφες. Ο αέρας ήταν ζεστός κι η ευωδιά των ρόδων
Μ’ έκανε να σκεφτώ τη μέρα που εμφανίστηκες στο δωμάτιό μου,
Σε μια λιμνούλα από φως. Σύντομα το φεγγάρι θα ανέτελλε
Και έλπιζα πως θα έρθεις. Εν τω μεταξύ συλλογιζόμουν
Τα αρχαία άστρα που πέφτουν και τις στάχτες
Του ενός πράγματος και του άλλου.
Ήξερα πως θα διασκορπιζόμουν ανάμεσά τους,
Ότι το όνειρο του φωτός θα συνέχιζε χωρίς εμένα,
Γιατί δεν ήταν ποτέ όνειρό μου, ήταν δικό σου. Κι ήταν ξεκάθαρο
Στο σκοτάδι της έβδομης νύχτας πως η ώρα μου θα έφτανε σύντομα.
Κοίταξα προς το λόφο, κοίταξα πέρα το γαλήνιο νερό.
Το φεγγάρι κιόλας ανέτελλε κι εσύ ήσουν εδώ.
Εάν θα επέστρεφες. Ο αέρας ήταν ζεστός κι η ευωδιά των ρόδων
Μ’ έκανε να σκεφτώ τη μέρα που εμφανίστηκες στο δωμάτιό μου,
Σε μια λιμνούλα από φως. Σύντομα το φεγγάρι θα ανέτελλε
Και έλπιζα πως θα έρθεις. Εν τω μεταξύ συλλογιζόμουν
Τα αρχαία άστρα που πέφτουν και τις στάχτες
Του ενός πράγματος και του άλλου.
Ήξερα πως θα διασκορπιζόμουν ανάμεσά τους,
Ότι το όνειρο του φωτός θα συνέχιζε χωρίς εμένα,
Γιατί δεν ήταν ποτέ όνειρό μου, ήταν δικό σου. Κι ήταν ξεκάθαρο
Στο σκοτάδι της έβδομης νύχτας πως η ώρα μου θα έφτανε σύντομα.
Κοίταξα προς το λόφο, κοίταξα πέρα το γαλήνιο νερό.
Το φεγγάρι κιόλας ανέτελλε κι εσύ ήσουν εδώ.