Ο ΕΝΑΣ, Ο ΑΛΛΟΣ
(EL OTRO, EL MISMO)
ΑΓΡΥΠΝΙΑ (INSOMNIO)
Από ατσάλι,
από τανυσμένες βέργες ατόφιου ατσαλιού
γίνηκε η νύχτα
για να μη τη σχίζουν
και τη ξεχώνουν
τα μύρια πράματα
πού τα μάτια μου αποκαμωμένα
έχουνε δει
τα απαίσια πράματα
πού ανυπόφορα
τα φωλιάζουν.
από τανυσμένες βέργες ατόφιου ατσαλιού
γίνηκε η νύχτα
για να μη τη σχίζουν
και τη ξεχώνουν
τα μύρια πράματα
πού τα μάτια μου αποκαμωμένα
έχουνε δει
τα απαίσια πράματα
πού ανυπόφορα
τα φωλιάζουν.
Το κορμί μου απόκαμε τις νόρμες,
τους πυρετούς, τα φώτα:
στα βαγόνια
ενός μεγάλου σιδηρόδρομου
μέσα σ’ ένα τσιμπούσι
ανθρώπων πού αλληλομισούνται
σ’ ένα νήμα τραχύ
των προαστίων
σε μια αγροικία θαλπωρή
νοτισμένων αγαλμάτων
στη νύχτα τη παραφουσκωμένη
πού αφθονούν το άλογο
και ο άνθρωπος.
τους πυρετούς, τα φώτα:
στα βαγόνια
ενός μεγάλου σιδηρόδρομου
μέσα σ’ ένα τσιμπούσι
ανθρώπων πού αλληλομισούνται
σ’ ένα νήμα τραχύ
των προαστίων
σε μια αγροικία θαλπωρή
νοτισμένων αγαλμάτων
στη νύχτα τη παραφουσκωμένη
πού αφθονούν το άλογο
και ο άνθρωπος.
Το σύμπαν τούτης της νύχτας
έχει την απλοχωριά της λησμονιάς
και το αλφάδι του πυρετού.
Του κάκου πόθησα
ν’ απαλλαγώ
απ’ το σώμα μου
και από την έξαψη καθρέφτη
πού το αγαλλιάζει
και το κοντοζυγώνει
και του σπιτιού πού
αυγαταίνει τους εξώστες του
και του κόσμου πού φτάνει
ίσαμε στα δρομάκια
ενός ρημαγμένου φτωχομαχαλά
ξεθυμασμένου αέρα
και λασπουριάς.
έχει την απλοχωριά της λησμονιάς
και το αλφάδι του πυρετού.
Του κάκου πόθησα
ν’ απαλλαγώ
απ’ το σώμα μου
και από την έξαψη καθρέφτη
πού το αγαλλιάζει
και το κοντοζυγώνει
και του σπιτιού πού
αυγαταίνει τους εξώστες του
και του κόσμου πού φτάνει
ίσαμε στα δρομάκια
ενός ρημαγμένου φτωχομαχαλά
ξεθυμασμένου αέρα
και λασπουριάς.
Μάταια περιμένω
τα ξεφτίδια και τα σύμβολα
πριν αρχίσει το όνειρο.
τα ξεφτίδια και τα σύμβολα
πριν αρχίσει το όνειρο.
Ακολουθεί η παγκόσμια ιστορία:
οι σχοινοτενείς διαδρομές τού θανάτου
στις ξεχαρβαλωμένες οδοντοστοιχίες
η κυκλοφορία του αίματος μου
και των πλανητών.
(Μίσησα το γλυφό νερό
της γούβας,
αηδίασα το δείλι
το τραγούδι του παπαγάλου.)
Τα ατέλειωτα αποκαμωμένα μίλια
του νότιου προαστίου,
τα μίλια πάμπας
βρωμερής και πρόστυχης,
μίλια ξεράσματος
να σβηστούν θέλουν από τη μνήμη.
Ποντισμένα μποστάνια,
αποφάγια στο σωρό
σαν σκύλοι,
βαλτόνερα στο ασημί
πού βρωμοκοπάνε:
Είμαι ο απαίσιος φύλακας
τούτων των ακίνητων σκηνικών.
Σύρματα, αναχώματα,
ρόλοι νεκρωμένοι,
υπολείμματα του Buenos Aires.
Πιστεύω ετούτη τη νύχτα
στην τρομερή αθανασία:
κανένας άντρας
δεν πέθανε μέσα στον χρόνο,
καμιά γυναίκα,
κανένας νεκρός,
γιατί αυτή πραγματικότητα
η αδήριτη
του σίδερου και της λάσπης
ξεπερνάει
την αδιαφορία αυτών πού είναι
κοιμισμένοι ή νεκροί
- ακόμα κι’ αν κρύβονται
μέσα στον βόρβορο και στους αιώνες -
και τους καταδικάζει
σε αγρύπνια στοιχειωμένη.
Τραχιά σύννεφα,
χρώμα της διαύγειας κρασιού
θα ατιμάσουν τον ουρανό.
οι σχοινοτενείς διαδρομές τού θανάτου
στις ξεχαρβαλωμένες οδοντοστοιχίες
η κυκλοφορία του αίματος μου
και των πλανητών.
(Μίσησα το γλυφό νερό
της γούβας,
αηδίασα το δείλι
το τραγούδι του παπαγάλου.)
Τα ατέλειωτα αποκαμωμένα μίλια
του νότιου προαστίου,
τα μίλια πάμπας
βρωμερής και πρόστυχης,
μίλια ξεράσματος
να σβηστούν θέλουν από τη μνήμη.
Ποντισμένα μποστάνια,
αποφάγια στο σωρό
σαν σκύλοι,
βαλτόνερα στο ασημί
πού βρωμοκοπάνε:
Είμαι ο απαίσιος φύλακας
τούτων των ακίνητων σκηνικών.
Σύρματα, αναχώματα,
ρόλοι νεκρωμένοι,
υπολείμματα του Buenos Aires.
Πιστεύω ετούτη τη νύχτα
στην τρομερή αθανασία:
κανένας άντρας
δεν πέθανε μέσα στον χρόνο,
καμιά γυναίκα,
κανένας νεκρός,
γιατί αυτή πραγματικότητα
η αδήριτη
του σίδερου και της λάσπης
ξεπερνάει
την αδιαφορία αυτών πού είναι
κοιμισμένοι ή νεκροί
- ακόμα κι’ αν κρύβονται
μέσα στον βόρβορο και στους αιώνες -
και τους καταδικάζει
σε αγρύπνια στοιχειωμένη.
Τραχιά σύννεφα,
χρώμα της διαύγειας κρασιού
θα ατιμάσουν τον ουρανό.
θα ξημερώσει
στα βλέφαρα μου
τα σφιχτοκλεισμένα.
στα βλέφαρα μου
τα σφιχτοκλεισμένα.
EDGAR ALLAN POE
Λαμπρότητα μαρμάρινη, μαύρη ανατομία
πού τη βεβήλωναν τα σκουλήκια του τάφου,
του θριάμβου τού θανάτου
τα ψυχρά σύμβολα μάζεψε.
Δεν τα φοβήθηκε.
πού τη βεβήλωναν τα σκουλήκια του τάφου,
του θριάμβου τού θανάτου
τα ψυχρά σύμβολα μάζεψε.
Δεν τα φοβήθηκε.
Φοβήθηκε την άλλη σκιά, του έρωτα,
τη τρέχουσα ευωχία των περισσότερων.
Δεν τον τύφλωσε
το αστραφτερό το μέταλλο
ούτε το επιτάφιο μάρμαρο
μόνο το τριαντάφυλλο.
Σαν από τη πίσω μεριά του καθρέφτη
μοναχικός παραδομένος
στη μοίρα του την μεστή
τού να σκαρώνει εφιάλτες.
Ίσως από την πίσω πλευρά
του θανάτου,
να συνεχίζει να στήνει
μοναχικός και αλύγιστος
εξαίσια και αποκρουστικά
θάματα.
τη τρέχουσα ευωχία των περισσότερων.
Δεν τον τύφλωσε
το αστραφτερό το μέταλλο
ούτε το επιτάφιο μάρμαρο
μόνο το τριαντάφυλλο.
Σαν από τη πίσω μεριά του καθρέφτη
μοναχικός παραδομένος
στη μοίρα του την μεστή
τού να σκαρώνει εφιάλτες.
Ίσως από την πίσω πλευρά
του θανάτου,
να συνεχίζει να στήνει
μοναχικός και αλύγιστος
εξαίσια και αποκρουστικά
θάματα.
Ο ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ
Την αυγή τετράποδο, στητός την ημέρα
και με τρία πόδια σεργιανίζοντας
στις έρημες απλωσιές
του βραδινού,
έτσι εθώριασε η αιώνια σφίγγα
τον παραλλαγμένο αδελφό της,
τον άντρα,
και το βράδυ ήρθε κάποιος
πού έλυσε τον γρίφο,
ενεός της εικόνας της φριχτής
στον καθρέφτη,
της ανάκλασης της παρακμής
και της μοίρας του.
Είμαστε Οιδίποδες
και μ’ ένα τρόπο αναλλοίωτο
το μεγάλο
και τρισυπόστατο τέρας,
ό,τι θα γίνουμε
και ό,τι γινήκαμε.
Η όψη
της μορφής της άφατης
του Είναι μας
θα μας είχε συντρίψει.
και με τρία πόδια σεργιανίζοντας
στις έρημες απλωσιές
του βραδινού,
έτσι εθώριασε η αιώνια σφίγγα
τον παραλλαγμένο αδελφό της,
τον άντρα,
και το βράδυ ήρθε κάποιος
πού έλυσε τον γρίφο,
ενεός της εικόνας της φριχτής
στον καθρέφτη,
της ανάκλασης της παρακμής
και της μοίρας του.
Είμαστε Οιδίποδες
και μ’ ένα τρόπο αναλλοίωτο
το μεγάλο
και τρισυπόστατο τέρας,
ό,τι θα γίνουμε
και ό,τι γινήκαμε.
Η όψη
της μορφής της άφατης
του Είναι μας
θα μας είχε συντρίψει.
το έλεος του Θεού
μας χάρισε τη μετάβαση
και τη λησμονιά.
μας χάρισε τη μετάβαση
και τη λησμονιά.
ΟΡΙΑ
(LIMITES)
Από τούτους τους δρόμους
πού μπλαβίζουνε το δείλι
ένας θα είναι (δεν ξέρω ποιος)
πού θα τον έχω κιόλας διαβεί
στερνή φορά,
αδιάφορος και ανυποψίαστος,
παραδομένος.
πού μπλαβίζουνε το δείλι
ένας θα είναι (δεν ξέρω ποιος)
πού θα τον έχω κιόλας διαβεί
στερνή φορά,
αδιάφορος και ανυποψίαστος,
παραδομένος.
Σ’ αυτόν πού ορίζει άτεγκτες νόρμες
κι’ ένα κρυφό και άκαμπτο ζύγι
για τις σκιές, τα όνειρα
και τις μορφές
πού κεντάνε το υφάδι
τούτης της ζωής.
κι’ ένα κρυφό και άκαμπτο ζύγι
για τις σκιές, τα όνειρα
και τις μορφές
πού κεντάνε το υφάδι
τούτης της ζωής.
Αν για όλα υπάρχει όριο
και μέτρο
και ύστατη φορά
και το όχι πλέον
και λησμοσύνη
ποιος θα μας πει, ποιόν,
σ’ αυτό το σπίτι
αποχαιρετίσαμε
χωρίς να το ξέρουμε;
και μέτρο
και ύστατη φορά
και το όχι πλέον
και λησμοσύνη
ποιος θα μας πει, ποιόν,
σ’ αυτό το σπίτι
αποχαιρετίσαμε
χωρίς να το ξέρουμε;
Απ’ το μαβί το παράθυρο
η νύχτα σέρνεται
κι από το σωρό τα βιβλία
πού μια κολοβωμένη σκιά
απλώνεται στο θαμπό
το τραπέζι,
θα βρίσκεται κάποιο
πού ποτέ δε θα διαβάσουμε.
η νύχτα σέρνεται
κι από το σωρό τα βιβλία
πού μια κολοβωμένη σκιά
απλώνεται στο θαμπό
το τραπέζι,
θα βρίσκεται κάποιο
πού ποτέ δε θα διαβάσουμε.
Υπάρχουνε στο νότο
κάτι παραπάνω
από αυλόπορτες
ξεχαρβαλωμένες
με τις χτισμένες υδρίες
και τους χλωρούς κάκτους
πού το έμπα
μού κλείνουν
σαν να’ τανε λιθογραφίες.
κάτι παραπάνω
από αυλόπορτες
ξεχαρβαλωμένες
με τις χτισμένες υδρίες
και τους χλωρούς κάκτους
πού το έμπα
μού κλείνουν
σαν να’ τανε λιθογραφίες.
Μια πόρτα τη σφάλισες
για πάντα
κι’ ένας καθρέφτης
μάταια σε περιμένει..
το σταυροδρόμι
σού φαίνεται ορθάνοιχτο
μα το βιγλίζει,
τετραπρόσωπος, Ιανός.
για πάντα
κι’ ένας καθρέφτης
μάταια σε περιμένει..
το σταυροδρόμι
σού φαίνεται ορθάνοιχτο
μα το βιγλίζει,
τετραπρόσωπος, Ιανός.
Σε όλες σου τις μνήμες
υπάρχει μια
πού ανεπίστρεπτα χάθηκε…
δεν θα σε δούνε
σ’ αυτή την κρήνη
να γέρνεις
ούτε ο ήλιος ο λευκός
ούτε το κίτρινο φεγγάρι.
υπάρχει μια
πού ανεπίστρεπτα χάθηκε…
δεν θα σε δούνε
σ’ αυτή την κρήνη
να γέρνεις
ούτε ο ήλιος ο λευκός
ούτε το κίτρινο φεγγάρι.
Δε θα ξαναπιάσει το στόμα σου
αυτό πού είπε ο πέρσης
στη γλώσσα του
από πουλιά και τριαντάφυλλα
όταν το σούρουπο,
πριν το λίγνεμα του ήλιου,
θελήσεις να πείς
πράγματα αλησμόνητα.
αυτό πού είπε ο πέρσης
στη γλώσσα του
από πουλιά και τριαντάφυλλα
όταν το σούρουπο,
πριν το λίγνεμα του ήλιου,
θελήσεις να πείς
πράγματα αλησμόνητα.
Και ο ασταμάτητος Ροδανός
και η λίμνη,
όλο τούτο το χθεσινό
στο ποιό απόψε σκύβω;
Το ίδιο χαμένα θα’ ναι
όπως η Καρχηδόνα
πού οι λατίνοι τη ξέκαναν
με φωτιά κι’ αλάτι.
και η λίμνη,
όλο τούτο το χθεσινό
στο ποιό απόψε σκύβω;
Το ίδιο χαμένα θα’ ναι
όπως η Καρχηδόνα
πού οι λατίνοι τη ξέκαναν
με φωτιά κι’ αλάτι.
Την αυγή ψυχανεμίζομαι
το ανακατωμένο σούσουρο
του πλήθους πού αλαργεύει…
είναι αυτοί πού με πόθησαν,
κι’ αυτοί πού με ξέχασαν..
χώρος και χρόνος
κι’ ο Μπόρχες
κιόλας με αφήνουν.
το ανακατωμένο σούσουρο
του πλήθους πού αλαργεύει…
είναι αυτοί πού με πόθησαν,
κι’ αυτοί πού με ξέχασαν..
χώρος και χρόνος
κι’ ο Μπόρχες
κιόλας με αφήνουν.
ΟΙΣΤΡΟΣ ΤΟΥ ΜΠΟΥΕΝΟΣ ΑΫΡΕΣ
(FERVOR DE BUENOS AYRES)
ΔΡΟΜΟΣ ΑΓΝΩΣΤΟΣ
(CALLE DESCONOCIDA)
Σούρουπο του περιστεριού
λέγανε οι εβραίοι
το ξάνοιγμα του απόβραδου
όταν η σκιά δεν κοντοστέκει τα βήματα
κι ο ερχομός της νύχτας
ζυγώνει σαν καλοδεχούμενη
παλιά μουσική,
σαν ένα ανάλαφρο ξεθώριασμα.
Αυτή την ώρα πού το φως
σαν αμμόσκονη λιχνίζεται,
σαν βρήκα
ένα δρόμο ξεχασμένο
πού στην απλωσιά βγάζει
τη διακριτική εξώστη,
κι αυτουνού οι κορνίζες
και οι τοίχοι
δείχνανε τα χρώματα απαλά
σαν ο ίδιος ο ουρανός
να κινούσε το φόντο.
Όλα – η ρηχότητα των σπιτιών,
τα ταπεινά παραπέτα
και τα ρόπτρα,
κάποτε μια κοριτσίστικη προσμονή
από τα μπαλκόνια
έμπαιναν στο άδειο μου το είναι
καθάρια σαν το δάκρυ.
Ίσως τούτο το ασημένιο απόβραδο
να χάριζε την γλύκα του
στο δρόμο
κάνοντας τον
τόσο πραγματικό
σαν ένα στίχο ξεχασμένο
πού ξαναβρήκαμε.
Μόνο τότε συλλογίστηκα
ότι κείνος ο δρόμος
του βραδινού
ήταν αλλόκοτος,
ότι κάθε σπίτι
είναι ένα καντελάμπρο
πού λιώνουν οι ζωές των ανθρώπων
σαν κεριά μοναχικά,
κι’ όπου κάθε βήμα μας αυθόρμητο
δρασκελίζει
πάνω σε Γολγοθάδες.
λέγανε οι εβραίοι
το ξάνοιγμα του απόβραδου
όταν η σκιά δεν κοντοστέκει τα βήματα
κι ο ερχομός της νύχτας
ζυγώνει σαν καλοδεχούμενη
παλιά μουσική,
σαν ένα ανάλαφρο ξεθώριασμα.
Αυτή την ώρα πού το φως
σαν αμμόσκονη λιχνίζεται,
σαν βρήκα
ένα δρόμο ξεχασμένο
πού στην απλωσιά βγάζει
τη διακριτική εξώστη,
κι αυτουνού οι κορνίζες
και οι τοίχοι
δείχνανε τα χρώματα απαλά
σαν ο ίδιος ο ουρανός
να κινούσε το φόντο.
Όλα – η ρηχότητα των σπιτιών,
τα ταπεινά παραπέτα
και τα ρόπτρα,
κάποτε μια κοριτσίστικη προσμονή
από τα μπαλκόνια
έμπαιναν στο άδειο μου το είναι
καθάρια σαν το δάκρυ.
Ίσως τούτο το ασημένιο απόβραδο
να χάριζε την γλύκα του
στο δρόμο
κάνοντας τον
τόσο πραγματικό
σαν ένα στίχο ξεχασμένο
πού ξαναβρήκαμε.
Μόνο τότε συλλογίστηκα
ότι κείνος ο δρόμος
του βραδινού
ήταν αλλόκοτος,
ότι κάθε σπίτι
είναι ένα καντελάμπρο
πού λιώνουν οι ζωές των ανθρώπων
σαν κεριά μοναχικά,
κι’ όπου κάθε βήμα μας αυθόρμητο
δρασκελίζει
πάνω σε Γολγοθάδες.
Ο ΝΟΤΟΣ
(EL SUR)
Από ένα απ’ τους εξώστες σου
έχοντας δει τα αρχέγονα άστρα,
από τον πάγκο της σκιάς
δει
κείνα τα σκόρπια φώτα
πού η άγνοια μου
δεν ήξερε να ονοματίσει
ούτε να κατατάξει
σε αστερισμούς,
έχοντας ακούσει
το κύλισμα του νερού
στη στέρνα τη κρυφή,
το άρωμα από γιασεμί
και αγιόκλημα,
τη σιωπή
του κοιμισμένου παπαγάλου,
την αψίδα της στοάς,
το νότισμα
- τούτα τα πράματα, ίσως,
είναι το ποίημα.
έχοντας δει τα αρχέγονα άστρα,
από τον πάγκο της σκιάς
δει
κείνα τα σκόρπια φώτα
πού η άγνοια μου
δεν ήξερε να ονοματίσει
ούτε να κατατάξει
σε αστερισμούς,
έχοντας ακούσει
το κύλισμα του νερού
στη στέρνα τη κρυφή,
το άρωμα από γιασεμί
και αγιόκλημα,
τη σιωπή
του κοιμισμένου παπαγάλου,
την αψίδα της στοάς,
το νότισμα
- τούτα τα πράματα, ίσως,
είναι το ποίημα.
ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ
(LAS CALLES)
Οι δρόμοι του Μπουένος Αϊρες
είναι να η ψυχή μου.
Όχι οι αδηφάγοι δρόμοι,
οι αγχωτικοί
του πλήθους και της βιασύνης,
αλλά οι δρόμοι οι αδέσποτοι
των συνοικιών
σχεδόν αόρατοι
από τους συνηθισμένους
μαυλισμένοι από τις σκιές
και το ηλιοβασίλεμα
κι’ εκείνοι πιο μακριά
απρόσιτοι στα
δέντρα τα τακτοποιημένα
εκεί πού τα χαμόσπιτα
μόλις ξεμυτούν,
θαμμένα
μέσα στις ατέλειωτες αποστάσεις,
πού να χάνονται
στο βαθύ πεδίο
του ουρανού και της πεδιάδας.
Είναι για τον μοναχικό
μια υπόσχεση
γιατί χιλιάδες ψυχές ξέχωρες
τα κατοικούν,
μοναδικές μπροστά στον Θεό
και τον χρόνο
και χωρίς κουβέντα πολύτιμες.
Ίσαμε την ανατολή, το βορρά και το νότο
έχουν εξαπλωθεί
- κι’ είναι πάλι η πατρίδα –
οι δρόμοι.
είναι να η ψυχή μου.
Όχι οι αδηφάγοι δρόμοι,
οι αγχωτικοί
του πλήθους και της βιασύνης,
αλλά οι δρόμοι οι αδέσποτοι
των συνοικιών
σχεδόν αόρατοι
από τους συνηθισμένους
μαυλισμένοι από τις σκιές
και το ηλιοβασίλεμα
κι’ εκείνοι πιο μακριά
απρόσιτοι στα
δέντρα τα τακτοποιημένα
εκεί πού τα χαμόσπιτα
μόλις ξεμυτούν,
θαμμένα
μέσα στις ατέλειωτες αποστάσεις,
πού να χάνονται
στο βαθύ πεδίο
του ουρανού και της πεδιάδας.
Είναι για τον μοναχικό
μια υπόσχεση
γιατί χιλιάδες ψυχές ξέχωρες
τα κατοικούν,
μοναδικές μπροστά στον Θεό
και τον χρόνο
και χωρίς κουβέντα πολύτιμες.
Ίσαμε την ανατολή, το βορρά και το νότο
έχουν εξαπλωθεί
- κι’ είναι πάλι η πατρίδα –
οι δρόμοι.
Μακάρι στους στίχους πού σκαρώθηκαν
να’ ναι αυτοί τα λάβαρα.
να’ ναι αυτοί τα λάβαρα.
Η ΡΕΚΟΛΕΤΑ
(LA RECOLETA)
Πεισιθάνατοι των γηρατειών
από τις τόσες λεπτές
βεβαιότητες της σκόνης,
σουρθήκαμε
και σβήσαμε τη φωνή μας
ανάμεσα στις ήπιες στήλες
των μαυσωλείων,
πού η ρητορική τους της σκιάς
και του μάρμαρου
υπόσχεται ή προϊδεάζει
την ποθητή αξιοπρέπεια
του να είσαι νεκρός.
Είναι ωραίοι οι τάφοι,
τα λιτά λατινικά
και οι επιτύμβιες χρονολογίες,
η συμπλοκή του μάρμαρου
και των λουλουδιών
και οι περίβολοι
με την φρεσκάδα των εξωστών
και τα πολλά χθες
μιας ιστορίας
στο σήμερα
καθηλωμένης και μοναδικής.
Μπερδεύουμε αυτή τη γαλήνη
με το θάνατο
και θαρρούμε πως αποζητούμε
το θάνατο μας
όταν αποζητούμε το όνειρο
και τη λησμονιά.
Ασπαίρουσα στο σπαθί και το πάθος
κι’ αποκοιμισμένη στον κισσό,
μόνο η ζωή υπάρχει.
Ο χώρος και ο χρόνος
είναι μορφές της,
όργανα μαγικά της ψυχής
κι’ όταν αυτή μαραίνεται,
φυλλοροούν μαζί της
ο χώρος, ο χρόνος και ο θάνατος,
όπως όταν λιγνεύει το φως
λιγνεύει η μορφή στους καθρέφτες
πού ήδη έσβηνε με το σούρουπο.
Ευγενική σκιά των δέντρων,
αύρα με πουλιά
πού στα κλαδιά λικνίζεται,
ψυχή πού σε άλλες ψυχές
σκορπίζεται,
θα ήτανε θαύμα
αν κάποτε
έπαυαν να υπάρχουν,
ασύλληπτο θαύμα,
όσο κι’ αν
η φαντασιακή του αναδρομή
στιγματίζει με τρόμο
τις μέρες μας.
από τις τόσες λεπτές
βεβαιότητες της σκόνης,
σουρθήκαμε
και σβήσαμε τη φωνή μας
ανάμεσα στις ήπιες στήλες
των μαυσωλείων,
πού η ρητορική τους της σκιάς
και του μάρμαρου
υπόσχεται ή προϊδεάζει
την ποθητή αξιοπρέπεια
του να είσαι νεκρός.
Είναι ωραίοι οι τάφοι,
τα λιτά λατινικά
και οι επιτύμβιες χρονολογίες,
η συμπλοκή του μάρμαρου
και των λουλουδιών
και οι περίβολοι
με την φρεσκάδα των εξωστών
και τα πολλά χθες
μιας ιστορίας
στο σήμερα
καθηλωμένης και μοναδικής.
Μπερδεύουμε αυτή τη γαλήνη
με το θάνατο
και θαρρούμε πως αποζητούμε
το θάνατο μας
όταν αποζητούμε το όνειρο
και τη λησμονιά.
Ασπαίρουσα στο σπαθί και το πάθος
κι’ αποκοιμισμένη στον κισσό,
μόνο η ζωή υπάρχει.
Ο χώρος και ο χρόνος
είναι μορφές της,
όργανα μαγικά της ψυχής
κι’ όταν αυτή μαραίνεται,
φυλλοροούν μαζί της
ο χώρος, ο χρόνος και ο θάνατος,
όπως όταν λιγνεύει το φως
λιγνεύει η μορφή στους καθρέφτες
πού ήδη έσβηνε με το σούρουπο.
Ευγενική σκιά των δέντρων,
αύρα με πουλιά
πού στα κλαδιά λικνίζεται,
ψυχή πού σε άλλες ψυχές
σκορπίζεται,
θα ήτανε θαύμα
αν κάποτε
έπαυαν να υπάρχουν,
ασύλληπτο θαύμα,
όσο κι’ αν
η φαντασιακή του αναδρομή
στιγματίζει με τρόμο
τις μέρες μας.
Αυτά σκεφτόμουνα στην
Ρεκολέτα
στον τόπο της τέφρας μου.
Ρεκολέτα
στον τόπο της τέφρας μου.
ΤΟ ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΣΑΝ ΜΑΡΤΙΝ
(EL CUADERNO SAN MARTIN)
ΘΑΝΑΤΟΙ ΤΟΥ ΜΠΟΥΕΝΟΣ ΑΪΡΕΣ
(MUERTES DE BUENOS AIRES)
I
Η ΤΣΑΚΑΡΙΤΑ
(LA CHACARITA)
Είναι γιατί τα σπλάχνα
του κοιμητηρίου του νότου
χόρτασαν απ’ τον κίτρινο πυρετό
όσο να πεις φτάνει.
Είναι γιατί μαχαλάδες φτωχόσπιτα
ξαπόστελναν θάνατο
στο μέτωπο του Μπουένος Αϊρες
και γιατί το Μπουένος Αϊρες
να βλέπει δεν μπορούσε
τούτο το θανατικό,
με φτυάρια σε ανοίξανε
στο παραγκωνισμένο ακρινό
της δύσης,
πίσω από τις αμμοθύελλες
και τη παχιά αδούλευτη λάσπη
πού ’κανε για τους ζωολάτες.
Εκεί παραπάνω τίποτες
από τον κόσμο
και τα ειωθότα
των άστρων
πάνω από τα αγροτόσπιτα,
και το τραίνο ξεκίναγε
από ένα υπόστεγο στο Bermejo
με τους λησμονημένους
του θανάτου:
νεκροί με άγρια γένια
και μάτια ορθάνοιχτα
νεκρές με ρικνή τη σάρκα
και δίχως μαγεία.
Οι μαγγανείες της θνητότητας –
κηλιδωμένη όπως οι άνθρωποι
στα γεννητούρια τους –
συνεχίζουν να ποτίζουν τις ρίζες σου
κι’ έτσι στοιχίζεις την καζάρμα
των ψυχών
το κρυφό σου ασκέρι
των οστών
πού πέφτουν στο βάθος
της νύχτας σου της ρημαγμένης
το ίδιο όπως
στα βάθη της θάλασσας.
Μια βλάστηση τραχιά
εξοβελισμένων λειψάνων
κρατάει αγάντα
απέναντι στους ατέλειωτους
τοίχους σου
στον χαμό εξοικειωμένους,
και οι πεισιθάνατοι μαχαλάδες
στραγγίζουν
τον φλογερό βίο τους
στα πόδια σου
σε δρόμους διάτρητους
στις μικρές ριπές λάσπης
ή πλαντάζουν με την νωχέλεια
των μπαντονεόν
ή με το σουράβλισμα των
καρναβαλικών κέρατων.
(Το πρόσταγμα της μοίρας
τώρα παρά ποτέ
πού μέσα μου κρατάει
το άκουσα τούτη τη νύχτα
στη δική σου νύχτα
όταν η κιθάρα στα δάχτυλα
του μόρτη
έλεγε το ίδιο με τις λέξεις,
πού λέγανε:
ο θάνατος είναι ζωή
αναλωμένη,
η ζωή είναι θάνατος
στο κατόπι.
Η ζωή τίποτες άλλο
δεν είναι
παρά θάνατος
πού πορεύεται φωταγωγός.)
του κοιμητηρίου του νότου
χόρτασαν απ’ τον κίτρινο πυρετό
όσο να πεις φτάνει.
Είναι γιατί μαχαλάδες φτωχόσπιτα
ξαπόστελναν θάνατο
στο μέτωπο του Μπουένος Αϊρες
και γιατί το Μπουένος Αϊρες
να βλέπει δεν μπορούσε
τούτο το θανατικό,
με φτυάρια σε ανοίξανε
στο παραγκωνισμένο ακρινό
της δύσης,
πίσω από τις αμμοθύελλες
και τη παχιά αδούλευτη λάσπη
πού ’κανε για τους ζωολάτες.
Εκεί παραπάνω τίποτες
από τον κόσμο
και τα ειωθότα
των άστρων
πάνω από τα αγροτόσπιτα,
και το τραίνο ξεκίναγε
από ένα υπόστεγο στο Bermejo
με τους λησμονημένους
του θανάτου:
νεκροί με άγρια γένια
και μάτια ορθάνοιχτα
νεκρές με ρικνή τη σάρκα
και δίχως μαγεία.
Οι μαγγανείες της θνητότητας –
κηλιδωμένη όπως οι άνθρωποι
στα γεννητούρια τους –
συνεχίζουν να ποτίζουν τις ρίζες σου
κι’ έτσι στοιχίζεις την καζάρμα
των ψυχών
το κρυφό σου ασκέρι
των οστών
πού πέφτουν στο βάθος
της νύχτας σου της ρημαγμένης
το ίδιο όπως
στα βάθη της θάλασσας.
Μια βλάστηση τραχιά
εξοβελισμένων λειψάνων
κρατάει αγάντα
απέναντι στους ατέλειωτους
τοίχους σου
στον χαμό εξοικειωμένους,
και οι πεισιθάνατοι μαχαλάδες
στραγγίζουν
τον φλογερό βίο τους
στα πόδια σου
σε δρόμους διάτρητους
στις μικρές ριπές λάσπης
ή πλαντάζουν με την νωχέλεια
των μπαντονεόν
ή με το σουράβλισμα των
καρναβαλικών κέρατων.
(Το πρόσταγμα της μοίρας
τώρα παρά ποτέ
πού μέσα μου κρατάει
το άκουσα τούτη τη νύχτα
στη δική σου νύχτα
όταν η κιθάρα στα δάχτυλα
του μόρτη
έλεγε το ίδιο με τις λέξεις,
πού λέγανε:
ο θάνατος είναι ζωή
αναλωμένη,
η ζωή είναι θάνατος
στο κατόπι.
Η ζωή τίποτες άλλο
δεν είναι
παρά θάνατος
πού πορεύεται φωταγωγός.)
Παρωδία νεκροταφείου,
η Quema
συνάζει θάνατο αυθάδικο
στα πόδια σου.
Αναλώνουμε και μολύνουμε
την πραγματικότητα:
210 νεκράμαξες
ατιμάζουν τα πρωϊνά
φέρνοντας σ’ αυτή
την καπνισμένη νεκρόπολη
πράγματα καθημερινά
πού με το θάνατο
έχουμε μπολιάσει.
Αλλόκοτοι ξύλινοι τρούλοι
και σταυροί σηκωμένοι ψηλά
περιδιαβαίνουν
τους δρόμους σου –
μαύρα πιόνια
ενός ύστατου ζατρικίου –
κι’ η κακοφορμισμένη τους
μεγαλοπρέπεια
σκεπάζει την αισχύνη
των θανάτων μας.
Στις τακτοποιημένες σου
μεριές
ο θάνατος είναι άχρωμος,
άδειος κι’ αριθμητικός.
καταπέφτει σε επετείους
και ονόματα,
σε θανάτους των λέξεων.
η Quema
συνάζει θάνατο αυθάδικο
στα πόδια σου.
Αναλώνουμε και μολύνουμε
την πραγματικότητα:
210 νεκράμαξες
ατιμάζουν τα πρωϊνά
φέρνοντας σ’ αυτή
την καπνισμένη νεκρόπολη
πράγματα καθημερινά
πού με το θάνατο
έχουμε μπολιάσει.
Αλλόκοτοι ξύλινοι τρούλοι
και σταυροί σηκωμένοι ψηλά
περιδιαβαίνουν
τους δρόμους σου –
μαύρα πιόνια
ενός ύστατου ζατρικίου –
κι’ η κακοφορμισμένη τους
μεγαλοπρέπεια
σκεπάζει την αισχύνη
των θανάτων μας.
Στις τακτοποιημένες σου
μεριές
ο θάνατος είναι άχρωμος,
άδειος κι’ αριθμητικός.
καταπέφτει σε επετείους
και ονόματα,
σε θανάτους των λέξεων.
Η Τσακαρίτα:
αποχέτευση τούτης της πατρίδας
του Μπουένος Αϊρες,
τελευταίος σταθμός,
συνοικία κορακοζώϊτη
πού στοιχειώνεσαι
ανάμεσα στις άλλες,
λαζαρέτο τούτου του θανάτου
κι’ όχι της άλλης ζωής,
έχω ακούσει τα λόγια σου
τα γεροτραυλισμένα
και τέτοια δεν τα πιστεύω,
’τί η ίδια σου η μέθεξη
της οδύνης
είναι πράξη ζωής
και γιατί η πλησμονή
ενός μόνο τριαντάφυλλου
είναι πάνω απ’ όλα σου
τα μάρμαρα.
του Μπουένος Αϊρες,
τελευταίος σταθμός,
συνοικία κορακοζώϊτη
πού στοιχειώνεσαι
ανάμεσα στις άλλες,
λαζαρέτο τούτου του θανάτου
κι’ όχι της άλλης ζωής,
έχω ακούσει τα λόγια σου
τα γεροτραυλισμένα
και τέτοια δεν τα πιστεύω,
’τί η ίδια σου η μέθεξη
της οδύνης
είναι πράξη ζωής
και γιατί η πλησμονή
ενός μόνο τριαντάφυλλου
είναι πάνω απ’ όλα σου
τα μάρμαρα.
ΙΙ
Η ΡΕΚΟΛΕΤΑ
(LA RECOLETA)
Εδώ είναι σχολαστικός ο θάνατος,
εδώ είναι ο θάνατος τού λιμανιού
ο γαληνεμένος,
ομογάλακτος στο φως το ανθεκτικό
και ζήδωρο του αίθριου
του Socorro
και της στάχτης της κοσκινισμένης
των καύσεων
και της λεπτής γλύκας του γάλακτος
των γενεθλίων
και των ριζωμένων δυναστειών
των patios.
Της ταιριάζουν
τούτες οι παλιές ηδύτητες
κι’ οι παλιές
τυπικότητες επίσης.
εδώ είναι ο θάνατος τού λιμανιού
ο γαληνεμένος,
ομογάλακτος στο φως το ανθεκτικό
και ζήδωρο του αίθριου
του Socorro
και της στάχτης της κοσκινισμένης
των καύσεων
και της λεπτής γλύκας του γάλακτος
των γενεθλίων
και των ριζωμένων δυναστειών
των patios.
Της ταιριάζουν
τούτες οι παλιές ηδύτητες
κι’ οι παλιές
τυπικότητες επίσης.
Η κορωνίδα σου
είναι η στοά η αξιοπρεπής
κι’ η άδολη γενναιοδωρία
του δέντρου
και το τιτίβισμα των πουλιών
πού νευματίζουν,
δίχως να το ξέρουν,
στο θάνατο
και ο παλμός των ταμπούρλων,
πού φουσκώνει το στέρνο,
στις στρατιωτικές παρελάσεις.
Η πλάτη σου
τα αφανή χαμόσπιτα του βορρά
και το τοιχίο των εκτελέσεων
της Rosas.
Σε αποσύνθεση αναδύεται
πίσω από τα μαρμάρινα
καλλιτεχνήματα
το ανεπέρειστο έθνος των νεκρών
πού στα σκοτάδια σου
αλλοιώνεται το ανθρώπινο
από τότε πού
η Μαρία ντε λος Ντολόρες Μασιέλ
θυγατέρα της Ουρουγουάης
- φύτρο τού κήπου σου για
τον ουρανό-
κοιμήθηκε, μικρή δα υπόθεση,
στις ερημιές σου.
είναι η στοά η αξιοπρεπής
κι’ η άδολη γενναιοδωρία
του δέντρου
και το τιτίβισμα των πουλιών
πού νευματίζουν,
δίχως να το ξέρουν,
στο θάνατο
και ο παλμός των ταμπούρλων,
πού φουσκώνει το στέρνο,
στις στρατιωτικές παρελάσεις.
Η πλάτη σου
τα αφανή χαμόσπιτα του βορρά
και το τοιχίο των εκτελέσεων
της Rosas.
Σε αποσύνθεση αναδύεται
πίσω από τα μαρμάρινα
καλλιτεχνήματα
το ανεπέρειστο έθνος των νεκρών
πού στα σκοτάδια σου
αλλοιώνεται το ανθρώπινο
από τότε πού
η Μαρία ντε λος Ντολόρες Μασιέλ
θυγατέρα της Ουρουγουάης
- φύτρο τού κήπου σου για
τον ουρανό-
κοιμήθηκε, μικρή δα υπόθεση,
στις ερημιές σου.
Κι’ όμως στη σκέψη
θέλω να σταθώ
των λουλουδιών των ανέμελων
πού είναι η ιεροπρεπής σου
νεκρολογία
- κίτρινη λάσπη
κάτω από τις ακακίες
των παρυφών σου,
άνθη πού προσφέρθηκαν
εις ανάμνηση στα μαυσωλεία σου –
και στο γιατί της εξαίσιας
και χαυνωμένης ύπαρξης τους
δίπλα στα λείψανα
τα τρομερά
εκείνων πού αγαπάμε.
θέλω να σταθώ
των λουλουδιών των ανέμελων
πού είναι η ιεροπρεπής σου
νεκρολογία
- κίτρινη λάσπη
κάτω από τις ακακίες
των παρυφών σου,
άνθη πού προσφέρθηκαν
εις ανάμνηση στα μαυσωλεία σου –
και στο γιατί της εξαίσιας
και χαυνωμένης ύπαρξης τους
δίπλα στα λείψανα
τα τρομερά
εκείνων πού αγαπάμε.
Το αίνιγμα διατύπωσα
και τη λύση του συνάμα
θα πω:
για πάντα τα λουλούδια
στο θάνατο παραστέκουν,
γιατί όλοι ασυνείδητα ξέρουμε
ότι η ύπαρξη τους
η ανάλαφρη και υπναλέα
είναι το καλύτερο
πού να συνοδέψει μπορεί
αυτούς πού πέθαναν
χωρίς να τούς πληγώσει
με την οίηση τού ζώντος,
χωρίς να είναι
περισσότερο ζωή
απ’ αυτούς.
και τη λύση του συνάμα
θα πω:
για πάντα τα λουλούδια
στο θάνατο παραστέκουν,
γιατί όλοι ασυνείδητα ξέρουμε
ότι η ύπαρξη τους
η ανάλαφρη και υπναλέα
είναι το καλύτερο
πού να συνοδέψει μπορεί
αυτούς πού πέθαναν
χωρίς να τούς πληγώσει
με την οίηση τού ζώντος,
χωρίς να είναι
περισσότερο ζωή
απ’ αυτούς.