Translate

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2016

Tρυφή
Τρυφή είναι η πολυτέλεια, η μαλθακότητα, η ζωή χωρίς έγνοιες και σκοτούρες από το ρήμα θρύπτω, που σημαίνει κομματιάζω. 
Η έκφραση θρύμμα καὶ τρύφος ή θρύμματα καὶ τρύφοι ήταν ισοδύναμη με την δική μας γυαλιά καρφιά. Η ινδοευρωπαϊκή ρίζα του θρύπτω συγγενεύει ετυμολογικά με το γερμανικό triefen, που έχει την σημασία του στάζω. Όταν στάζω, δίνω την εντύπωση ότι το σύνολο που έχω είναι σπασμένο σε μικρά, μικρά κομματάκια, σε θραύσματα. Πώς από τα κομμάτια προέκυψε η καλοπέραση, έχει αξία να ακούσουμε. Όταν θραύω, σπάζω, θρυψαλίζω, κομματιάζω, μπορώ να το κάνω κυριολεκτικώς και μεταφορικώς. Δηλαδή, το θρύπτω στα κείμενα είχε την έννοια του διαφθείρω. Επομένως και η τρυφή (από το θρυφή με ανομοίωση) ήταν η διαφθορά που προέρχεται από την ραστώνη, την τεμπελιά την καθημερινότητα χωρίς νόημα και εργασία. Ο Ευριπίδης χαρακτηρίζει τις υπερβολικές απολαύσεις, τις ἄγαν τρυφάς, κακόν παίδευμα, κακή ενασχόληση.
Γρήγορα η λέξη, λοιπόν, συνδέθηκε με την φιληδονία, την αγάπη για τις σαρκικές απολαύσεις και την χλιδή. Έγινε συνώνυμη του συβαριτισμού, για τον οποίο σας έχουμε μιλήσει σε άλλη ευκαιρία.
Στην οικογένεια της τρυφής βρίσκεται και ο τρυφηλός, ο μαλθακός, φιλήδονος, ηδυπαθής και καλοπερασάκιας. Μια άλλη λέξη για την φιληδονία, την άνεση είναι η τρυφηλότητα.
Σε αυτή την γεμάτη χαρές και πανηγύρια ατμόσφαιρα έρχεται και ο Τρύφων ή όπως τον αποκαλούμε εμείς ο Τρύφωνας. Μόνο που τον αδικούμε, λέγοντας ότι του αρέσουν μόνο οι υλικές απολαύσεις. Γιατί ο Τρύφων ονομάζεται έτσι, επειδή είναι γλυκός και τρυφερός, απαλός με καλούς και ευγενικούς τρόπους.
Στην ίδια οικογένεια με τον Τρύφωνα, συνεπώς, βρίσκεται ο τρυφερός και η τρυφερότητα. Υπήρχε και το τρυφεραίνομαι. Αυτό σήμαινε γίνομαι τρυφερός, κάνω τον ιδιότροπο, κάνω νάζια. Εμείς μιλάμε, επίσης, και για τρυφεράδα και τρυφερούδια.
Υπήρχε φυσικά και το τρυφάω – τρυφῶ. Περιέγραφε μια κατάσταση που είχε να κάνει με την πολυτελή ζωή, η οποία όμως οδηγεί τον άνθρωπο ενίοτε στο να συμπεριφέρεται τρυφηλῶς ήτρυφηλά θα λέγαμε εμείς οι Νεοέλληνες.
Θα εντρυφήσουμε λίγο στην λέξη, θα ασχοληθούμε διεξοδικά, δηλαδή, πηγαίνοντας λίγο πίσω στα παλαιότερα κείμενά μας:
Ο φιλήδονος λεγόταν τρύφαξ, αυτός που φορούσε μαλακά ρούχα τρυφεραμπέχονος, ο αβροδίαιτος, τρυφερόβιος και τρυφητής.

Ένα είδος βοτάνου, η τρυφερομάννα, φύτρωνε ανάμεσα στις πέτρες και ανέβλυζε ένα λευκό υγρό σαν γάλα.